Ο Καζαντζάκης και οι γυναίκες της ζωής του 2017: Ετος ΚαζαντζΑκη

Το εύρος και η ποικιλία του έργου του Νίκου Καζαντζάκη είναι ανεξάντλητα. Τραγωδίες, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά, φιλοσοφικά έργα, μεταφράσεις, φυσικά το έπος «Οδύσσεια» με 33.000 στίχους κ.ά. Ολα ανυπολόγιστα σε μέγεθος και αξία. Με αφορμή το έτος Καζαντζάκη (2017), η «Εφ.Συν.», μέσω αυτού του αφιερώματος, αναδεικνύει μία πλευρά του όχι ιδιαίτερα γνωστή: τη σχέση του με τις γυναίκες

Της Εύας Νικολαΐδου

Επιμέλεια: Νόρα Ράλλη

Νίκος Καζαντζάκης, 1901

Ο Νίκος Καζαντζάκης έδινε μεγάλη αξία στον ρόλο της γυναίκας. Η ζωή του, όπως έλεγε ο ίδιος, έγινε πολυτιμότερη διότι γνώρισε σημαντικές γυναίκες (τις Γαλάτεια και Ελένη), για τις οποίες πάντοτε μιλούσε με θαυμασμό, αγάπη και ευγνωμοσύνη.

Ωστόσο, η σχέση του με τις γυναίκες δημιουργεί αντιφάσεις και οι απόψεις για το θέμα είναι έως και σήμερα, 60 χρόνια από τον θάνατό του, αντικρουόμενες. Το σίγουρο είναι πως όσες ερωτεύτηκε, τον επηρέασαν πνευματικά.

Πολύ νέος ερωτεύτηκε τη δασκάλα των αγγλικών του, Κάθλιν Φορντ. Αργότερα, συνδέθηκε ερωτικά με τη Ράλα-Ραχήλ και την Ιτκα. Και οι δύο τον ενέπνευσαν στο έργο του. Ταυτόχρονα, είχε και αρκετές φίλες που απλώς θαύμαζε (μα θαύμαζε πολύ), όπως τις Κατίνα Παξινού, Τζένη Μανούση, Μαρία Βοναπάρτη, Καίτη-Μαρίκα Παπαϊωάννου-Χουρμουζίου κ.ά.

Μεγάλος έρωτας στα νεανικά του χρόνια υπήρξε η συγγραφέας Γαλάτεια Αλεξίου. Είναι γνωστή η φράση του: «επιθυμώ την Γαλάτειαν και μίαν καλύβη».

Παντρεύτηκαν το 1911, έζησαν όμως μαζί μόνο 16 χρόνια. Το 1922, έγραψε ο Καζαντζάκης από τη Βιέννη στη Γαλάτεια μια επιστολή που δείχνει όλη την αγάπη και τον θαυμασμό του γι’ αυτήν:

❝Δεν ξέρω πώς να σου πω, που ντρέπομαι, πως ποτέ μου δεν σε αγάπησα τόσο βαθιά, τόσο απελπισμένα, όσο τώρα. Μου λες πως νιώθεις πως είμαι τώρα πολύ μακριά σου. Στον κόσμο εγώ κανένα άλλο δεν αγαπώ όσο Σένα. Είσαι η μόνη ατομική υπόσταση, που με συγκινεί έως θανάτου. Αγαπώ ως λες, όλους τους ανθρώπους, και ακόμα ίσα με τους ανθρώπους και για τον ίδιο λόγο, όλα τα ζα, τα δέντρα, τ’ άστρα. Ολα τα νιώθω σα συναθλητές, σα μια πομπή ιερή, που ξεκινά από ένα σκοτεινό σημείο και οδεύει σε ένα άλλο σκοτεινό σημείο. Και κανένας δεν ξέρει γιατί και τι σημασία έχει όλη τούτη η ταραχή, και αν η πομπή είναι ψίκι ή ξόδι… Μα εγώ πάντοτε ανασηκώνουμαι από τη θάλασσα τούτη της ματαιότητας και ρίχνω μια ματιά σιωπηλή, απελπισμένη στην αόματη πλημμύρα των οργανισμών. Δεν ξεχωρίζω κανένα πρόσωπο. Ολα είναι πνιμένα στο κίτρινο φως της ματαιότητας. Δεν ξεχωρίζω πατέρα και αδερφή, μήτε φίλους, μήτε τον εαυτό μου. Μόνο εσένα ξεχωρίζω. Και θα 'θελα να μπορούσα όλη τούτη τη μάταιη, άθλια, ακατανόητη στιγμή να την κάμω αθάνατη. Το πρόσωπό Σου θα 'θελα πάντα να βλέπω αιώνια, να μη χαθεί από τα μάτια σου όλη η δύναμη, η ζωή, ο έρωτας του προσώπου Σου. Είσαι το μόνο στέρεο πρόσωπο μέσα στο χάος του Θεού. Δεν ξέρω πώς να λέω λόγια τρυφερά, δεν ξέρω πώς να σου μιλήσω, για να νιώσεις, πόσο Σ’ αγαπώ❞.

Παρ' όλα τα τόσο όμορφα λόγια αγάπης, έναν χρόνο αργότερα, το 1923, ερωτεύτηκε μια 20χρονη Γερμανίδα, την Ελσα Λάνγκε. Σε ένα από τα γράμματά του προς εκείνη γράφει:

❝Η τέχνη είναι για 'μένα μια έξοδος δειλίας, μια μεγάλη αμαρτία. Μαγεύει τις δυνάμεις μας, της δίνω το μυαλό μου και το αίμα μου, χαίρουμαι με την ομορφιά της, γιατί δεν έχω ακόμα τη δύναμη να ξεφύγω πέρα από το όμορφο και το άσκημο. Αχ, να Σας ξαναδώ, να γελάσουμε, να μιλήσουμε, να περπατήσουμε, να σιωπήσουμε! Τι είναι αυτός ο κόσμος; Από πού; Κατά πού; Γιατί; Δόξα σοι ο Θεός, δεν υπάρχει απάντηση! Δημιουργούμε αυτή την απάντηση κάθε μέρα με το δάκρυ μας, το γέλιο και το αίμα. Δόξα σοι ο Θεός! Είμαστε λεύτεροι, δίχως ελπίδα και δίχως αφέντη❞.

Σημαντικό, επίσης, ρόλο στη ζωή του έπαιξαν η Ελλη Λαμπρίδη, παιδαγωγός, και η φεμινίστρια Ρέιτσελ Λιπστάιν. Η Ελλη Λαμπρίδη είχε πολύ έντονη προσωπικότητα και δυναμικό χαρακτήρα. Μετά τον χωρισμό της με τον Καζαντζάκη έγραψε:

❝Ο Καζαντζάκης ήταν πλασμένος να συμβιώσει με γυναίκα που ήταν διατεθειμένη να απαρνηθεί τον εαυτό της. Να προσαρμοστεί με τον δικό του τρόπο. Να υποταχτεί στην καθημερινότητά του❞.

Αυτά τα χαρακτηριστικά είχε η τελευταία του γυναίκα, Ελένη Σαμίου, που την πρωτογνώρισε το 1924. Στάθηκε δίπλα του με αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Δίχως τη συμπαράσταση της Ελένης ίσως ο Καζαντζάκης να μην κέρδιζε την τόση προβολή, υποστήριζε η Ελλη Αλεξίου, αδελφή της Γαλάτειας.

Η Ελλη Αλεξίου στο πρόσφατο βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου «Ελλη Αλεξίου: ένας αιώνας ζωής» (εκδόσεις Καστανιώτη) περιγράφει την προσωπικότητα του Νίκου Καζαντζάκη στην Εύα όπως τον έζησε στα νεανικά τους χρόνια.

Μέσα από τις αφηγήσεις των δύο αυτών γυναικών προσεγγίζουμε την άβυσσο της ψυχής του.

Μέσα από τις διηγήσεις της Ελλης Αλεξίου

«Υμνητής και λάτρης της μοναξιάς, του ταίριαζε μια γυναίκα σκιά»
Η Ελένη Καζαντζάκη στο σπίτι της με τον Νίκο στην Αντίμπ (Γαλλία), καλοκαίρι 1954 - τρία χρόνια πριν το θάνατο του συγγραφέα. Στην Αντιμπ, ο Καζαντζάκης είχε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
❝Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός, εξαίσιες γυναίκες μου τύχαν στο δρόμο μου❞.

Με αυτά τα λόγια, ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης σκιαγράφησε το πώς βίωνε τις σχέσεις του με τις γυναίκες. Ωστόσο, η Ελλη Αλεξίου, η οποία μεγάλωσε μαζί του διότι τον γνώριζε από μαθητή του σχολείου (η Γαλάτεια, η πρώτη γυναίκα του Καζαντζάκη, ήταν αδερφή της), στη βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, «Για να γίνει μεγάλος», αφηγείται τη ζωή του με τις δύο γυναίκες που παντρεύτηκε (αρχικά την αδερφή της, Γαλάτεια, και τέλος την Ελένη Σαμίου) και παρουσιάζει μία άλλη πλευρά των γεγονότων.

«Εζησα δίπλα στον Καζαντζάκη από παιδί», λέει η Ελλη Αλεξίου. «Το θέμα “Νίκος” ήταν το πρωταρχικό, που σαν συνύπαρχτο άρωμα γέμιζε την οικογενειακή ατμόσφαιρα των παιδικών και νεανικών μας χρόνων. Το θέμα έμοιαζε ακριβώς με τα κρητικά δίστιχα, με τις μαντινάδες, όπως τις τραγουδάμε στα γλέντια μας. Το παίρνει ο ένας τραγουδιστής, απαντά ο άλλος, ο τρίτος υμνεί, ο τέταρτος εναντιώνεται, άλλος επιτίθεται και πεισματώνει, άλλος σαρκάζει τον προηγούμενο, ακολουθεί ο συμβιβαστής, απαριθμώντας χάρες και προτερήματα. Κάθε φωνή με την ιδιάζουσα ιδιομορφία της. Και κάπως έτσι, η χωριάτικη κάμαρα μετατρεπόταν σε λαϊκό κοινοβούλιο».

«Οι ψυχικές ιδιότητες του Καζαντζάκη, οι ιδιορρυθμίες της ιδιοσυγκρασίας του, οι ανατάσεις και πτώσεις του, αποτελούσαν τις μόνιμες συζητήσεις και διαμάχες της σπιτικής μας και της ηρακλειώτικης ζωής», συνεχίζει.

«Ενας κόσμος ακοίμητος και ολοζώντανος ζει μέσα μου στενά δεμένος με αυτόν τον ανθρώπινο τύπο, που, σαν Κοχινούρ (σ.σ.: σπάνιο διαμάντι που βρέθηκε στην Ινδία), έπρεπε να τον διατηρήσουμε, να τον κρατήσουμε άφθαρτο για τις μελλούμενες γενεές, γιατί στην ανθρωποθάλασσα ξεχώριζε σαν το πολύκλαδο στάχυ του Λισσένκο μέσα στη σταχυοθάλασσα της απέραντης στέπας. Σε όλη αυτή την πορεία, σε όλα του τα έργα, οι γυναίκες έχουν να παίξουν βοηθητικό ρόλο στην ανάδειξη της ιδέας», λέει η Ελλη.

«Είναι τα σαρκικά εξαρτήματα του άντρα. Ποτέ δεν είναι υπεύθυνοι φορείς των κηρυγμάτων του, με κάποια πνευματικότητα. Ο ίδιος, στους δεσμούς του με γυναίκες, ποτέ δεν άλλαξε την πορεία του εξαιτίας τους. Εφευγε, κι αυτές τον παίρναν το κατόπι. Δεν υπάρχει σημείο στη ζωή του που να τον δείχνει τυφλωμένο, εξαρτημένο από κάποιον έρωτα. Πάντα αυτός κρατάει τα γκέμια και τιμονεύει την ερωτική πορεία».

Γαλάτεια, Ελένη

Η Ελένη Σαμίου στο Παρίσι, στα 33 της χρόνια (1936)

«Πολλές φορές» συνεχίζει η Αλεξίου, «κάθισα να σκεφτώ ποιες ιδιότητες δέσανε τον Καζαντζάκη με τις γυναίκες του (Γαλάτεια, Ελένη), αφού οι δυο τους σε τίποτα δε μοιάζανε. Ούτε στο κορμί, ούτε στην ψυχή, ούτε στο μυαλό. Είχαν και οι δυο πολλά στοιχεία ικανά να τραβήξουν έναν άντρα, μα τα στοιχεία αυτά βρίσκονταν στους αντίποδες. Και λέω: ίσως αυτή η άκρα αντίθεση αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο. Τη δύναμη έλξης.

»Κουρασμένος από την αντάρτικη, την ανυπότακτη και ανυποχώρητη φύση της Γαλάτειας, που δεν ήξερε τι θα πει επιείκεια και ανοχή του υποκειμενικά αντίθετου Καζαντζάκη σε όλα τα ζητήματα (τέχνης και ζωής), που ύψωνε βωμούς μόνο στην τέχνη, που φτάνει στο πάθος από τους αθόρυβους δρόμους. Που δε συμπαθούσε τη μεγαλοστομία, τις έξαλλες κραυγές, τα σύμβολα, τους παλιούς καθιερωμένους ήρωες και τις αναβιώσεις χρησιμοποιηθέντων θεμάτων.

»Η Γαλάτεια δεν μπορούσε να δει με γαλήνη και κατανόηση τις αντίθετες από τη δική της απόψεις. Οπωσδήποτε οι δυο τους ήταν οι πιο ακατάλληλοι ο ένας για τον άλλο. Του Καζαντζάκη, υμνητή και λάτρη της μοναξιάς, του ταίριαζε μία γυναίκα σκιά. Που θα 'πιανε όσο γίνεται λιγότερο χώρο, ψυχικά και σωματικά. Που θα ήταν διατεθειμένη να συντονίσει τη ζωή της με τη δική του. Γιατί εκείνος δεν ήταν πλασμένος να βγει ούτε κατά κεραία έξω απ’ την ατομικότητά του...Κάπως έτσι καταλήγομε και ξαναλέμε: το μοναδικό παράπονο της Γαλάτειας ήταν η μοναξιά. Η απύθμενη, η ασύλληπτη μοναξιά. Ποτέ η ένδεια».

Η Ελλη Αλεξίου, στο ίδιο βιβλίο, υποστηρίζει για τη δεύτερη γυναίκα του, Ελένη:

«Η Ελένη ήταν το άκρο αντίθετο της Γαλάτειας. Πολύ εξυπηρετική στα συγγραφικά του έργα. Οταν αναλογίζομαι πως η τεράστια “Οδύσσεια” αντιγράφηκε δώδεκα φορές από τα χέρια της! Και να 'ταν μόνο η “Οδύσσεια”; Ολο γενικά το έργο του βρισκόταν συνεχώς κάτω από τα στοργικά της χέρια. Αθλος φοβερός. Η Ελένη στάθηκε δίπλα του σαν δεύτερος εαυτός του. Πολλά χρωστάει στην Ελένη ο Καζαντζάκης. Τον βοήθησε σημαντικά στις φιλόδοξες επιδιώξεις του. Στον τομέα αυτόν, βάδισαν πιασμένοι χέρι-χέρι. Το καλό έργο πρέπει να γίνεται γνωστό· πρέπει να διαβάζεται. Ο καλός συγγραφέας πρέπει να γίνεται φίλος των μαζών. Μακάρι οι άνθρωποι σ’ όλη τη γη να διαβάσουν και να χαρούν τον “Καπετάν Μιχάλη” ή την “Αναφορά στον Γκρέκο”. Μακάρι! Μα αν περίμεναν να πληροφορηθούν γι' αυτά τα βιβλία από τις ενέργειες της αδελφής μου, θα περίμεναν ακόμη.

»Η Ελένη αποδείχθηκε η ιδανική του συντρόφισσα. Ηταν πλασμένη πάνω στα μέτρα του Νίκου. Στα μέτρα αυτοθυσίας που απαιτούσε η συμβίωση μαζί του. Η Ελένη διαφύλασσε σαν ιερά κειμήλια την κάθε του φράση. Τις σημειώσεις του. Τα τετράδια, τα ημερολόγια, την αλληλογραφία, τις ανταποκρίσεις, ό,τι κατά καιρούς έβγαινε από τα χέρια του: τα χειρόγραφά του, τα ανέκδοτα έργα του, τα αναμνηστικά του αντικείμενα… Και ζούσε τις αγωνίες του, τόσο βασανιστικά, όσο και ο ίδιος».

Ελένη Καζαντζάκη- Συνέντευξη

Ο όρκος... «μπροστά στη μεγάλη θάλασσα»

Οι Νίκος και Ελένη Καζαντζάκη στην Αίγινα (1940)

Η Ελένη Καζαντζάκη σπάνια έδινε συνεντεύξεις. Στα 102 χρόνια που έζησε (πέθανε το 2004), μίλησε μόνο 4-5 φορές σε δημοσιογράφους. Τη μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε στη Γενεύη ήταν στη δημοσιογράφο-συγγραφέα Εύα Νικολαΐδου, το 1985. Η συνέντευξη έμεινε αδημοσίευτη στα αρχεία της δημοσιογράφου μέχρι σήμερα, που μας την παραχώρησε αποκλειστικά.

Η Ελένη Καζαντζάκη με την Εύα Νικολαΐδου το 1985

Τον είπαν φιλόσοφο. Μεγάλο. Εμπνευσμένο. Συγγραφέα όλων των ειδών του λόγου και τον πρώτο που μεταφράστηκε σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του κόσμου.

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) είχε μια οικουμενικότητα στη σκέψη και στα αισθήματα. Ηθελε να γίνει υπεράνθρωπος. Ηταν ψηλός κι αδύνατος. Γελούσε πολύ. Ελεγε πως το γέλιο είναι εξυγιαντικό. Κρατούσε συνήθως καπέλο, γάντια, ένα βιβλίο, κι όταν ήταν φοιτητής είχε στα χέρια του ένα μπαστούνι. Τον απασχολούσαν πάντα οι μεγάλες ιδέες. Μελέτησε όλες τις φιλοσοφίες του κόσμου, κλεισμένος στον πύργο της μοναξιάς του.

Σηκωνόταν στις 6 το πρωί κι άρχιζε τη δουλειά. Οταν κουβέντιαζε, είχε διαρκώς ένα μπλοκάκι και σημείωνε λέξεις. Πίστευε στην ολοκλήρωση του ατόμου. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο. Το έργο του αναγνωρίστηκε παγκόσμια. Τον ονομάζουν «γίγαντα γιο της Γης», «φυσιογνωμία του αιώνα», «θρησκευτικό φιλόσοφο που σταυρώθηκε στο σταυρό της μεταφυσικής».

Ο Γεώργιος Παπανδρέου τού είπε κάποτε: «Είσαι ελεύθερος απ’ τις ιδέες, που φαίνεσαι κατεχόμενος», για να λάβει την απάντηση από τον συγγραφέα: «Τούτη είναι η καταδίκη μου και την παίρνω μαζί μου».

Το 1911, ο Καζαντζάκης παντρεύτηκε τη Γαλάτεια. Την αγάπησε για τον περήφανο χαρακτήρα της. Ομως η μοναξιά του, το «κλείσιμο» στον εαυτό του, οδήγησε στον χωρισμό. Το 1945 παντρεύεται την Ελένη. Αποδείχτηκε ιδανική σύντροφος. Στάθηκε κοντά του με μοναδική αφοσίωση και αυταπάρνηση.

Ο ίδιος γράφει:

❝Αγάπησα γυναίκες. Στάθηκα τυχερός. Εξαίσιες γυναίκες. Ποτέ οι άνδρες δεν μου 'καμαν τόσο καλό και δε βοήθησαν τόσο τον αγώνα μου όσο οι γυναίκες ετούτες. Και πάνω από όλα μία, η τελευταία...❞.

Γενεύη 1985. Φθινόπωρο. Το τοπίο γαλήνιο. Στον αριθμό 32, στον 5ο όροφο, ζούσε η Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη. Σ’ ένα απλό διαμέρισμα, γεμάτο από τη δύναμη της ζωής και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Επιπλα, βιβλία, φωτογραφίες, αλληλογραφία, άλμπουμ, τα πορτρέτα του. Εκεί τη συνάντησα. Σπανίως έδινε συνεντεύξεις.

Καθίσαμε σε μια μεγάλη ροτόντα. Εκεί είχε αραδιάσει τις μνήμες 30 χρόνων. Μου εξήγησε ότι σ’ αυτό το τραπέζι έφαγαν σπουδαίες προσωπικότητες την εποχή της χούντας, όταν κυνηγημένοι περνούσαν για να καταθέσουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

● Ο ίδιος ο Καζαντζάκης έλεγε πως σε σας όφειλε την καθημερινή του ευτυχία.

«Πίστευα όσα χρόνια ήμουν μαζί του ότι ταξίδευα στο διάστημα. Βρισκόμουν σε μια τροχιά, που γλιστρώντας ανάμεσα σε γαλαξίες γνώρισα όλον τον πλανήτη. Δίπλα μου ο Νίκος, σαν ήλιος, να φωτίζει τη ζωή μου, γιατί τα έτη φωτός που κουβαλούσε ήταν τουλάχιστον 100 χρόνια πιο μπροστά από την εποχή του. Πάντα κρατούσε μαζί του στα ταξίδια του την εικόνα της Παναγίας, που πίσω της είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα: «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΣΥΝΤΑΞΙΔΕΥΤΡΙΑ».

● Πώς γνωριστήκατε;

«Σε μια εκδρομή. Μια παρέα, διανοούμενοι της εποχής, που σύχναζαν στο καφενείο της δεξαμενής, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, αποφάσισαν να πάμε στη Ραφήνα. Ηταν Μάης του 1924. Με παρακίνησε η Μαρίνα Παπαϊωάννου να πάω μαζί τους για μπάνιο. Ολοι μπήκαν στη θάλασσα εκτός από μένα, που προτιμούσα την ωραία παραλία. Ορθιος στεκόταν δίπλα μου για πολλή ώρα ο Νίκος Καζαντζάκης. Ηθελε να με προστατεύσει από τον ήλιο. Εκανε σκιά με την κορμοστασιά του. Εκεί, μου χάρισε ένα βιβλίο με την αφιέρωση: “Για να θυμάσαι όσα είπαμε μπροστά στη μεγάλη θάλασσα”. Αυτός ήταν και ο όρκος της αιώνιας αγάπης μας».

● Τα θυμάστε όλα με ακρίβεια...

«Πολλές φορές, διαβάζοντας τα γράμματα και τις κάρτες που μου έστελνε, νομίζω ότι τον ακούω δίπλα μου να μου λέει “γυρίζω το Ηράκλειο, θωρώ τη γνώριμή μας θάλασσα, τα λιοκρουμένα βουνά, το χώμα το άσπρο, τις πέτρες, τα χόρτα, τις παλιές γνώριμες πόρτες, τις κοπέλες τις άγνωστες, τις γνωστές γερασμένες φιλενάδες, σα να ζω σ’ ένα όνειρο παλιό, σα να κοιτάζω μέσα σε βαθιά διάφανα νερά μια γνωστή μου βουλιαγμένη πολιτεία... Να ’στε καλή, ήσυχη, να φροντίζετε το σώμα σας, ν’ αγαπάτε, να ελεείτε, ν’ ανέχεστε τους ανθρώπους, να μην ξεχνάτε τα λόγια μας, τους περιπάτους, τους ζεστούς βράχους όπου καθίσαμε, τα πεύκα, τα βουνά, τα άστρα που είδαμε μαζί, απελπισμένοι κι ευτυχείς... Σας θυμούμαι σ’ όλες τούτες τις πικρές, ανένδοτες στιγμές, θυμούμαι τα μάτια σας, τη σιωπή, τα λόγια, τους ίσκιους μας απάνω στις πέτρες, όλες μας τις πορείες ανάμεσα στους γιαλούς και στα χωράφια κι ανάμεσα στις ψυχές μας. Αχ! τι φοβερό μυστήριο είναι η καρδιά του ανθρώπου, πώς κοιτάζω πίσω μου και χαίρομαι αυτή την κόκκινη γραμμή που χαρίζουν οι θερμές στάλες της ανθρώπινης καρδιάς μας!”»

● Αυτή η επιστολή μου θυμίζει και άλλα γράμματα που έστελνε στον αγαπημένο φίλο του Παντελή Πρεβελάκη, που μίλησε πέρυσι (1984) στην Ακαδημία, για τον ίδιο, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.

«Ναι, υπήρξε ο στενότερος φίλος του. Τα 400 γράμματα που του έστειλε ήταν μια αποκάλυψη. Σελίδες ημερολογίου του. Αυτό ήταν. Μια αυτοβιογραφία του. Πάντα τον προσφωνούσε: “αγαπητέ Αδελφέ”».

● Δεν ήταν δύσκολο να ζήσετε με μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα;

«Καθόλου. Ηταν σαν ένα μικρό παιδί. Κι ένα μωρό θα μπορούσε να τον ξεγελάσει. Ο Νίκος ήταν μεγάλος, αλλά ήταν απλός».

● Η υπερβολική μοναχικότητά του δεν σας κούρασε;

«Αγαπούσε να είναι μόνος του. Ομως ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα σε κανένα. Οποιος ερχόταν όχι μόνο τον δεχόταν, αλλά με τραβούσε από το μανίκι λέγοντας “πες του να φάει μαζί μας”... Κι όταν του έλεγα πως δεν έχουμε τίποτα, παρά μόνο πατάτες, μου απαντούσε: “Δεν πειράζει, πατάτες κι ελιές” έλεγε, “αρκεί να φάει κοντά μας”... [Η Ελένη βρίσκει μια φωτογραφία του Καζαντζάκη που τράβηξε η ίδια] Να, εδώ είμαστε στην Αίγινα. Ζήσαμε τότε τα ωραιότερα χρόνια. Μαζί στην κατοχή, αλλά είχαμε μια απέραντη αγάπη. Γενναιότητα. Πιστεύαμε πως θα νικήσουμε. Ο Νίκος μάς έδινε κουράγιο. Ηταν μεγάλος οραματιστής».

● Τι πίστευε ο Καζαντζάκης για τη γυναίκα;

«Του άρεσαν οι ωραίες γυναίκες. Οταν ερχόταν στο σπίτι μια όμορφη γυναίκα έλαμπε ολόκληρος. Ανθούσε. Γινόταν 20 χρόνων. Γελούσε. Τρελαινόταν από τη χαρά του. Αν ερχόταν καμία άσχημη, ντρεπόταν κι ο ίδιος. Δεν άνοιγε το στόμα του. Εκτός αν ήταν έξυπνη... Τότε έλεγε 2-3 κουβέντες».

● Εσείς τον ζηλεύατε; Τον ίδιο, την τόση του ακτινοβολία;

«Με φώναζε πάντα “τυχερή γυναίκα”. Και κάθε φορά που τον ρωτούσα το γιατί, απαντούσε: “Γιατί δεν δουλεύεις σε ξένα χέρια, έχεις δική σου στέγη. Εχεις έναν άνθρωπο που σ’ αγαπάει. Και δεν σου λέει ποτέ ψέματα”... Τα μεγαλύτερα ιδανικά που πίστευε ο Καζαντζάκης ήταν η ελευθερία, η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και το πάθος για δημιουργία. Να καταλάβετε, τον πατέρα του, τον Καπετάν Μιχάλη, τον φοβόταν, αλλά και τον θαύμαζε. Δεν ξέχασε ποτέ, όταν ο πατέρας του τον πήγε στον “Μεγάλο Πλάτανο”, για να φιλήσει τα παγωμένα πόδια από τους δημογέροντες που κρέμασαν οι Τούρκοι. Ηταν τότε 6 χρόνων... Νομίζω πως ήταν ακόμα χθες, όταν μου υπαγόρευε στη γραφομηχανή την “Οδύσσεια” της ζωής του. Και διόρθωνε μετά προσεκτικά τα λάθη μου, πάντα με το χαμόγελο, λέγοντας: “Συγγνώμη, Ελένη, διορθώνω μόνο τα σημεία που είχες μεγάλη φαντασία”. Ο Νίκος ήταν για μένα άβυσσος...».

● Ο ίδιος υποστήριζε πως τέσσερις άνθρωποι άφησαν βαθιά τα ίχνη τους στην ψυχή του: ο Ομηρος, ο Μπέρξον, ο Νίτσε και ο Ζορμπάς. Ετσι ήταν;

«Βεβαίως. Ο πρώτος ήταν το κατάφωτο μάτι, που με τη λάμψη του φώτιζε τα πάντα. Ο Μπέρξονας τον διευκόλυνε να δώσει εξηγήσεις σε απορίες και αγωνίες γύρω από τη φιλοσοφία. Ο Νίτσε τού έμαθε να μετουσιώνει την πίκρα και την αβεβαιότητα σε περηφάνια. Και ο Ζορμπάς τού έμαθε να αγαπά τη ζωή. Πολλές φορές έλεγε: “Εχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη -η ουσία της ζωής- μου φώναζε να κάμω. Μα ποτέ δε ντράπηκα για την ψυχή μου, όσο μπροστά στο Ζορμπά!”»

... Τη συζήτηση διέκοψαν δεκάδες ράμφη πουλιών που χτυπούσαν επίμονα το παράθυρο της κουζίνας της. Ηταν η συνηθισμένη ώρα του φαγητού τους που η Ελένη, απορροφημένη από τις αναμνήσεις της, το ξέχασε...

Ηταν μια αεικίνητη, δραστήρια, ακούραστη γυναίκα... Οπως εκείνη την Κυριακή του 1986, που γύρισε στη Γενεύη από τη Βιένη με το τρένο, στα 86 της χρόνια. Φτάνοντας στο σπίτι της, μαθαίνει ότι ο Μπεζάρ βρίσκεται στη Λοζάνη και ενδιαφέρεται να τη συναντήσει για μια σοβαρή υπόθεση. Ασχολήθηκε λίγη ώρα με την αλληλογραφία της. Λίγο αργότερα, βγήκε ν' απολαύσει μία βόλτα στο πάρκο. Σα σίφουνας πέρασε ένα όχημα και την τραυμάτισε σοβαρά. Εφυγε τότε από τη Γενεύη και έζησε 15 χρόνια κοντά στην οικογένεια του θετού γιου της, Πάτροκλου Σταύρου, στην Αθήνα, όπου τη φρόντισαν με πολλή αγάπη.

Για δυο πράγματα έλεγε δεν μετάνιωσε ποτέ στη ζωή της. Το ένα ότι παντρεύτηκε τον Καζαντζάκη το 1945 και το δεύτερο ότι υιοθέτησε, το 1982, τον Πάτροκλο Σταύρου. Πέθανε στις 18 Φεβρουάριου 2004, την ημέρα των γενεθλίων του Καζαντζάκη.

Οπως διηγείται ο Πάτροκλος Σταύρου, συγγραφέας-εκδότης, μιλώντας με τρυφερότητα και στοργή για την Ελένη:

❝Εκεί που της χάιδευα το χέρι και μου το κρατούσε δυνατά, ξαφνικά σταμάτησε η αναπνοή της. Ηταν 102 ετών, αλλά μέχρι την τελευταία στιγμή είχε πλήρη διαύγεια. Απέναντι, η εικόνα της Παναγίας, που συνομιλούσε πολλές φορές μαζί της, η “συνταξιδεύτρα”❞.

Ο Γ. Σμαραγδής για την ταινία «Καζαντζάκης»: «Ενιωθα ότι δεν ήμουν εγώ αυτός που γύριζα την ταινία, αλλά πως κάποια μεταφυσική δύναμη ανώτερη με καθοδηγούσε»

Από τη νέα ταινία του Γ. Σμαραγδή: Μαρίνα Καλογήρου, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Φωτογράφος Ανδρέας Σμαραγδής

Η νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, με τίτλο «Καζαντζάκης», για τη ζωή και την κοσμοθεωρία του Νίκου Καζαντζάκη, βρίσκεται στην τελική ευθεία, καθώς σε λίγους μήνες πρόκειται να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Σε ένα διάλειμμα από το τελικό μοντάζ, ο σκηνοθέτης εξηγεί στην κ. Νικολαΐδου το χρέος που είχε προς τον Καζαντζάκη, αλλά και τη μεταφυσική σχέση του ίδιου με την ταινία:

❝Είχα διαβάσει μια παρομοίωση του Νίκου Καζαντζάκη, που είχε γράψει για να δώσει την εικόνα του σωστού και άξιου δημιουργού που, δημιουργώντας, οφείλει να βρίσκεται δεμένος με το δέντρο της ράτσας του. Συγκεκριμένα έλεγε: “Να νοιώθεις το χώμα ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες και να απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα. Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στερεά από το κλαρί κι είτε σα φύλλο, είτε σαν ανθός, είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν’ ανανεώνεται και ν’ αναπνέει ολάκερο το δέντρο”. Δεμένος, λοιπόν, μ’ αυτό το δέντρο της ράτσας μου (γεννήθηκα στο Ηράκλειο, εκατό βήματα από το σπίτι του Καζαντζάκη), το πεπρωμένο δεν μ’ άφησε από το να μη γίνω ίσως κι εγώ ένας ανθός, ένας καρπός αυτού του δέντρου. Τη θυμάμαι αυτή την παρομοίωση από τα δεκαπέντε μου χρόνια. Είχα ήδη διαβάσει όλα τα βιβλία του και τον φανταζόμουν σαν ένα τεράστιο δέντρο με πολλούς καρπούς και κλαριά, που πρόσφερε πνευματική τροφή στους ταξιδιώτες, τη σκιά του για να ξαποστάσουν οι οδοιπόροι, προσκύνημα για όλους. Αυτό που θέλω να πω είναι πως προσωπικά ένιωθα δεμένος με τις ρίζες αυτού του γιγάντιου δέντρου, ώσπου ένα χέρι μ’ άρπαξε και με οδήγησε σ’ αυτό το έργο που τώρα ετοιμάζουμε. Δεν ένιωθα ότι ήμουν εγώ αυτός που γύριζα την ταινία, αλλά πως κάποια μεταφυσική δύναμη ανώτερη με καθοδηγούσε, κι εγώ απλώς συμμετείχα. Μ’ αυτό τον τρόπο ελπίζω ότι θα μείνει κάτι αιώνιο, αθάνατο, για να ακτινοβολεί παγκόσμια το μεγαλείο της δημιουργίας του μέσα από την έβδομη τέχνη❞.

«Ο κόσμος είναι όνειρο, ρακή ’ναι η ζωή...»

Του Θωμά Καραγκιοζόπουλου

Ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αίγινα, 1931

Στον στίβο της συγγραφής, οι υπηρέτες της γραφίδας –παλαιότερα καλαμαράδες– διαθέτουν δύο τρόπους να αποτυπώσουν τις θεωρήσεις τους για την κοινωνία· ο ένας είναι μέσω μιας εμπεριστατωμένης φιλοσοφικής ανάλυσης με συλλογιστικές και επιχειρήματα· ο άλλος είναι μέσω μιας μυθιστορίας, δηλαδή με το πλάσιμο ενός κόσμου, όπου οι χαρακτήρες λαμβάνουν τη φωνή του συγγραφέα, μεταφέροντας στους αναγνώστες σκέψεις και απόψεις του.

Ο Νίκος Καζαντζάκης δοκιμάστηκε από νωρίς στον χώρο της φιλοσοφίας με την «Ασκητική» (1927), όπου συνέθεσε ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα με έντονες στοχαστικές αναζητήσεις.

Για να εκφράσει την κοινωνική του θεώρηση, συνθέτει το έργο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπου πλάθει χαρακτήρες ρεαλιστικούς, οι οποίοι λαμβάνουν υπόσταση και ζωή σαν μορφές σε πίνακα του El Greco, για να αναδείξουν τα κακώς κείμενα ή, απλώς, τα κείμενα της ελληνικής κοινωνίας του α΄ μισού του 20ού αιώνα. Οι χαρακτήρες αυτοί φέρουν ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα οποία δεν έχουν απαλειφθεί από τον χώρο της ελληνικής πραγματικότητας, δηλαδή παραμένουν σε δραματικό βαθμό επίκαιρα.

Είναι άνθρωποι διαχρονικοί, του τότε αλλά και του σήμερα. Ανθρωποι οριζόμενοι από αξόδευτα πάθη, καταπιεσμένοι σε έναν μικρόκοσμο συμπλεγματικό, γεμάτο φοβίες, συχνά αδικαιολόγητες. Ανθρωποι που δεν έχουν φιλοσοφήσει τη ζωή τους, ίσως γιατί δεν πρόλαβαν, ίσως γιατί δεν ήξεραν τον τρόπο, ίσως γιατί δεν θέλησαν να βασανίσουν το μυαλό τους και να μπλέξουν σε σκοτούρες.

Η ματιά του Καζαντζάκη στο έργο αυτό αποδεικνύει επανειλημμένα σε πόσο ικανό βαθμό ο ίδιος είναι γνώστης της κοινωνικής πραγματικότητας και πόσο δεξιοτέχνης έχει καταστεί στην απόδοση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών πολλών και διάφορων προσωπικοτήτων, μέσω της πολύχρονης μελέτης συγγραμμάτων ψυχολογίας.

Μπορεί και αποδίδει με πιστότητα κοινωνικά μοντέλα, τα οποία κυριάρχησαν για δεκαετίες στην ελληνική πραγματικότητα και άφησαν το στίγμα τους στην κοινωνική ιστορία του τόπου. Κριτική στις στρεβλές διαστάσεις της κοινωνίας: ανώτερη τάξη/διανοούμενοι/χειραγωγούμενος λαός.

Βασικό στοιχείο της γραφής του Νίκου Καζαντζάκη είναι η αφηγηματική αντικειμενικότητα. Με τον όρο αυτό εννοείται η κρυστάλλινη απόδοση της εικόνας μιας κοινωνίας με τις αρνητικές και θετικές πλευρές. Ακολουθώντας μια πάγια τακτική στα μυθιστορήματά του, αυτά που θα έρθουν και αυτά που πέρασαν, δεν διστάζει να στηλιτεύει τις φαύλες πρακτικές της κοινωνίας, η οποία εν προκειμένω είναι μια κοινωνία κλειστή.

Βάσει της μυθιστορίας, οι κάτοικοι παρουσιάζονται να συμβιώνουν με τον διαρκή φόβο του ξένου παράγοντα, του τοπικού Τούρκου αγά, στον οποίο δίνουν εξηγήσεις για τις πράξεις τους. Εχουν απεμπολήσει κάθε ιδέα επαναστατικότητας και πρωτοβουλίας. Παρουσιάζονται ως ευθυνόφοβοι, ενώ η δειλία και η υποτακτικότητα έχουν πιάσει ρίζες βαθιά στις ψυχές τους. Εχουν γίνει αγνώμονες, σύγχρονοι φαρισαίοι, δικαστές της ηθικής. Αναζητούν στην κοινωνία τον αποδιοπομπαίο τράγο, ο οποίος θα γνωρίσει ταπεινώσεις και προσβολές εκ μέρους τους.

Η στάση αυτή θυμίζει τη φράση «πολεμήστε για να δοξαστούμε». Σταυρώνουν τον αδύναμο, τον φτωχό, τον αθώο, γιατί οι συνειδήσεις τους είναι ένοχες και βολεμένες. Οπως γράφει ο ίδιος, «η συνείδηση που μένει για χρόνια στάσιμη και δεν μάχεται να αλλάξει, βαλτώνει, γίνεται πέτρα που δεν σπάει».

Ο λαός ακολουθεί τις προσταγές των αρχόντων του, όντας άβουλο έρμαιο της εκάστοτε αρχής που λειτουργεί όχι για το συμφέρον του, αλλά για την προάσπιση των κεκτημένων της και των οφίτσιων. Οι άνθρωποι ζουν σε μικρές και απομονωμένες κοινότητες, δίχως επαφή με τον έξω κόσμο· μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας της υπαίθρου μέχρι τη δεκαετία του 1970. Φορούν παρωπίδες ηθικής σεμνοτυφίας και πολεμούν ως ξένο σώμα τους ανθρώπους που η ζωή τους έβγαλε σε διαφορετικούς δρόμους, όπως μια χήρα, η Κατερίνα, η οποία ακριβώς επειδή είναι απροστάτευτη γίνεται βορά στα κακόβουλα σχόλια των πικρόχολων συμπατριωτών της, την ώρα που η καρδιά της είναι αγνή και άδολη.

Στην κοινωνία κυριαρχούν η μισαλλοδοξία, ο ωφελιμισμός, η υποκρισία. Η μιζέρια απεχθάνεται και αντιμάχεται την επιθυμία για πρόοδο και απονομή δικαιοσύνης.

Ο Καζαντζάκης, όντας ικανός γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και έχοντας φιλοσοφήσει σε βάθος τους ανθρώπινους κώδικες συμπεριφοράς, πετυχαίνει να δει την αποκρουστική και βαθιά προβληματική πλευρά ανθρώπων, όπως οι μισαλλόδοξοι και συμφεροντολόγοι παπάδες, οι αμήχανοι νοικοκυραίοι, οι φιλάργυροι κάτοικοι.

Αδύναμοι χαρακτήρες κόντρα στις βουλές των ισχυρών, οι οποίοι αργά ή γρήγορα επιβάλλονται. Η άρχουσα τάξη, εκφράζοντας ελιτίστικες ιδέες, επιθυμεί να καταδυναστεύει τους μικρούς και αμέτοχους της εξουσίας, καθώς αντιλαμβάνεται την εκ μέρους της άσκηση της εξουσίας ως κάτι αυτοδίκαιο. Οταν ο κόσμος ζητάει μερίδιο στη λήψη αποφάσεων, απειλείται και διώκεται.

Εδώ ταιριάζει η φράση «σηκώθηκαν τα πόδια να βαρέσουν το κεφάλι». Οι εύποροι κάτοικοι δεν νιώθουν να απειλούνται από την τούρκικη διοίκηση (ξένος παράγοντας)· τουναντίον, συνδιαλέγονται μαζί της και πολλές φορές εις βάρος των ομόθρησκων συμπολιτών τους. Φανερώνεται ο διαχρονικός δωσιλογισμός του ελληνικού έθνους και η υποτέλεια στον εκάστοτε κατακτητή, προκειμένου να εξασφαλισθούν κάποια προνόμια.

Ενα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρκεί, αυτό των κατοχικών κυβερνήσεων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, υπό γερμανική διοίκηση, οι οποίοι λειτουργούσαν υπό τις εντολές και τις υποδείξεις του κατακτητή.

Ο Καζαντζάκης πλάθει μια κοινωνία, της οποίας η ανατομία βασίζεται στη ραγιάδικη συνείδηση του λαού, άβουλου υποχείριου στην ιδεολογία των αρχόντων· στη μεσοβέζικη στάση της μερίδας των διανοούμενων, οι οποίοι αντί να κατακρίνουν ανοιχτά τις στρεβλώσεις και τις δυσλειτουργίες της κοινωνίας σπεύδουν να ταχθούν υποταχτικά και σχεδόν συνωμοτικά στη σειρά της άρχουσας τάξης. Οδηγεί, με τρόπο έξυπνο, την ιστορία σε σημείο να φανεί καθαρά η αντίθεση πλούσιων - ισχυρών και φτωχών. Οι άρχοντες συμπεριφέρονται με βάση τα οικονομικά και ταξικά τους συμφέροντα.

Από τη στιγμή που ο βασικός πρωταγωνιστής, ο Μανολιός, γίνεται κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτά και τις κοινωνικές δομές που τα στηρίζουν, δεν διστάζουν να τον εξολοθρεύσουν. Οι φορείς της κατεστημένης ιδεολογίας διακρίνουν στις πράξεις και τα λόγια των αιτούντων δικαιοσύνη τον επαναστατικό και ανατρεπτικό τους χαρακτήρα. Η κοινωνική ηθική, εν ονόματι της οποίας δρουν, χαρακτηρίζεται από τους άρχοντες κομμουνιστική/μπολσεβίκικη, επικίνδυνη, ανατρεπτική και οι υποστηρικτές της αντάρτες, ταραχοποιοί, όργανα του Μόσκοβου, που απειλούν την τάξη και ασφάλεια της κοινωνίας και τα θεμέλια αυτής (θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια, ιδιοχτησία).

Αυτή η πρακτική δεν είναι δίχως σκοπό, καθώς κατηγορούμενοι οι αυτουργοί του ηθικού αγώνα για μπολσεβικισμό συμβαίνει το εξής: υπονομεύεται η δυνατότητά τους να προσφύγουν σε ανώτερη διοίκηση για να βρουν το δίκιο τους σχετικά με την ανάλγητη και απάνθρωπη συμπεριφορά των κατοίκων του χωριού και εξασφαλίζεται η βοήθεια του αγά, ο οποίος δεν θέλει να ασχοληθεί με μια υπόθεση που αφορά μόνο τους Ρωμιούς.

Η βάση της σύγκρουσης μεταξύ πλούσιων και φτωχών αποκαλύπτεται να είναι καθαρά υλική και ταξική. Αυτό που φοβίζει τους αστούς (κατεξοχήν εκπρόσωπος ο γερο-Λαδάς ο έμπορας) είναι η απώλεια της ιδιοκτησίας από τη σοσιαλιστική πρακτική των προσφύγων (συντήρηση φτωχής κοινότητας - επιβάρυνση πλούσιας κοινότητας, καθώς και η αλλαγή της δεδομένης χωροταξικής κατανομής: οι πλούσιοι στον γόνιμο κάμπο της Λυκόβρυσης/οι φτωχοί στους άγονους βράχους της Σαρακήνας), η απόδοση δικαιωμάτων στους φτωχούς και περιθωριακούς και η προοπτική να αναδειχθεί μια καινούργια μεσαία τάξη εμφορούμενη από σοσιαλιστικές ιδέες. Οι διαμάχες ανάμεσα σε άτομα, σε δόγματα και πολιτικές ιδεολογίες είναι λυσσαλέες.

Ο Καζαντζάκης έχει την ευφυΐα να συλλαμβάνει την ένταση, τον φυσικό δυναμισμό και την πνευματική ενέργεια που οδηγούν τις ανθρώπινες συγκρούσεις στα άκρα.

Ο ρόλος της Εκκλησίας

Αναφορικά με τον ρόλο της Εκκλησίας στο μυθιστόρημα, ο Καζαντζάκης δεν παρουσιάζει κάτι καινούργιο. Ο Καζαντζάκης σαρκάζει και επικρίνει τον θεσμοποιημένο χριστιανισμό, ο οποίος δεν εκπροσωπεί κανέναν, δεν λειτουργεί ως αποκούμπι των αδύναμων, παρά έχει ενστερνιστεί την ιδεολογία της άρχουσας τάξης.

Η στάση της Εκκλησίας να καταπνίγει την επαναστατική ορμή με τις ευχές της επίσημης εξουσίας, βρίσκει το αντίστοιχό της στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν με την καταδίκη του ένοπλου αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης από την πιο επίσημη έκφραση του θεσμού της θρησκείας, το Πατριαρχείο. Ηταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο οποίος αφόρισε τους αγωνιστές και τη δράση της Φιλικής Εταιρείας.

Στις κορυφές της Εκκλησίας υπήρχε ένας θεσμός ενσωματωμένος στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν είχε κανένα συμφέρον από τη διατάραξη του στάτους κβο του οθωμανικού καθεστώτος. Βεβαίως, και τότε ο κατώτατος κλήρος, που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τον λαό, πρόσφερε αρκετά στον επαναστατικό αγώνα. Αυτό, όμως, έγινε ενάντια στη θέληση της Ιεραρχίας, που είχε κανονίσει αλλιώς τις υποθέσεις της.

Οπως και τότε, έτσι και στο μυθιστόρημα, οι κατατρεγμένοι βρίσκουν στήριγμα σε έναν ταπεινό λειτουργό, τον παπα-Φώτη, έναν φωτισμένο εκπρόσωπο του κλήρου, ο οποίος συντρέχει τις ανησυχίες και το δίκιο των προσφύγων και προστρέχει να τους βοηθήσει. Μάλιστα, αυτή η επιλογή του θα τον φέρει σε ανοιχτή ρήξη με την επίσημη έκφραση της Ιεραρχίας και θα ρισκάρει τη ζωή του.

Ο Καζαντζάκης κάνει μια εύστοχη παρατήρηση σχετικά με το ότι συχνά σημειώνεται αποσύνδεση του χριστιανικού μηνύματος ζωής από το μοντέλο κοινωνικής συμπεριφοράς που κυριαρχεί, με αποτέλεσμα να έρχονται σε αντίθεση ο χρηστός τρόπος ζωής, τον οποίο περίτρανα διαλαλούν τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας ότι ζουν και η καθημερινή πρακτική τους, συχνά μισαλλόδοξη και υστερόβουλη.

Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, θα έλεγε κάποιος ότι η επικρατούσα ιδεολογία προσδιορίζεται από την κοινωνική δομή και όχι από τον παραδοσιακό θρησκευτικό κώδικα. Η σεμνοτυφία φαντάζει ως καπήλευση ενός μοντέλου ζωής και επαναπροσδιορισμός του επί τα χείρω, με αφαίρεση των ουσιαστικών ηθικών βάσεων. Κάλπικη εφαρμογή θρησκευτικών προσταγών - κατατρεγμός των απόκληρων.

Μπερξονικές και νιτσεϊκές αναφορές

Μια αγαπημένη πρακτική του Καζαντζάκη στα μυθιστορήματά του είναι να εισάγει φιλοσοφικά στοιχεία μέσα από την έκφραση και τη δράση των πρωταγωνιστών.Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει κορύφωση της δράσης, καθώς στις στιγμές που αναπτύσσονται οι φιλοσοφικές διαστάσεις, υπάρχει έντονη εξέλιξη του μύθου και οδηγούμαστε σε μια εκτόνωση, με τους χαρακτήρες να φτάνουν σε μια διονυσιακή έξαρση· σε αυτό το σημείο νομίζεις πως γίνεσαι μέρος της καταιγιστικής ροής της δράσης και η συναισθηματική ένταση τρικυμίζει τον νου.

Στο έργο υπάρχει αναφορά στο μπερξονικό στοιχείο της ζωικής ορμής (elan vital), η οποία συμπαρασύρει τη ζωή σε μια έντονη δημιουργική πορεία, έναν δρόμο ανηφορικό και συχνά δύσκολο.

Στα έργα του Καζαντζάκη η δύναμη αυτή προσωποποιείται σε χαρακτήρες που ρίχνονται στη φωτιά και αντιμάχονται το κατεστημένο που κρατάει στάσιμη τη ροή της ιστορίας, σε μια ακίνητη κίνηση. Οι χαρακτήρες που φέρουν τη ζωική ορμή είναι πρόσωπα με αποφασιστικότητα και θάρρος, ευγένεια και τόλμη· συνήθως είναι οι χαρακτήρες, στους οποίους ο Καζαντζάκης βάζει φωτοστέφανο ελευθερίας και αγωνίζονται να το διατηρήσουν. Είναι αυτοί που δεν υποκύπτουν στις προσβολές και τα φουσάτα των ισχυρών και χαράσσουν τη δική τους γραμμή στην ιστορία.

Στο έργο, οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της μπερξονικής ορμής είναι οι κάτοικοι της Σαρακήνας, οι διωκόμενοι πρόσφυγες, αλλά και ο παπα-Φώτης, ο οδηγός του ανηφορικού αγώνα των αδύναμων. Στον αντίποδα της ζωικής ορμής βρίσκονται οι κάτοικοι της Λυκόβρυσης, η αδρανής δύναμη του Σύμπαντος.

Η κορύφωση του αγώνα των προσφύγων για επιβίωση λαμβάνει χώρα στα τελευταία κεφάλαια, όπου πραγματοποιείται η ηρωική έξοδος από τις σπηλιές τους και παίρνουν τον δρόμο για το χωριό, έχοντας βγάλει φτερά στα πόδια τους, αποφασισμένοι να πάρουν αυτό που τους ανήκει. Είναι η ζωική ορμή, προανάκρουσμα αλλαγής της κατάστασης που φέρνει σε τέλμα τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και θα πυροδοτήσει την ομαδική αντίκρουση της εξουσίας (κοινοτική αρχή, εκκλησιαστική αρχή, προεστοί) με τη φτωχολογιά που διεκδικεί μια θέση στον ήλιο.

Ενα επιπλέον στοιχείο που υπάρχει στο έργο είναι αυτό της νιτσεϊκής ιδέας του Υπεράνθρωπου. Υπεράνθρωποι χαρακτήρες και υπεράνθρωπος αγώνας για αλλαγή της κοινωνίας. Οι πρόσφυγες, άνθρωποι που δοκιμάστηκαν άγρια από την ανέχεια, τις κακουχίες και τη μεροληπτική στάση των προνομιούχων επιβιώνουν μέσα σε έναν πέτρινο κόσμο, φουσκώνουν το στήθος τους με θάρρος και ζητούν να αλλάξουν τον κόσμο τους. Ζητούν να αλλάξουν τη ροή της ιστορίας που τους προδιαγράφουν.

Ακόμη, εκπρόσωπος του υπεράνθρωπου αγώνα είναι ο Μανολιός, ο οποίος απομακρύνει τον εαυτό του από την κοινωνία, βιώνει φοβερές εσωτερικές εντάσεις και αναλαμβάνει ένα υπεράνθρωπο φορτίο. Επωμίζεται την ευθύνη να ηγηθεί ενός ηθικού αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και εφαρμογή ενός μοντέλου ζωής που συμβαδίζει με τις προσταγές του Ευαγγελίου, όχι πλέον κατ’ ευφημισμό, αλλά εν τοις πράγμασι. Μάχεται όχι με όπλα, μα με την ηθική του στάση, τον λόγο του και τον παραδειγματικό του βίο. Φέρνει καινούργιες, επαναστατικές ιδέες στο χωριό· μιλάει για απόρριψη των φόβων της δεσποτείας και υιοθέτηση ενός κοινωνικού μοντέλου, όπου θα ισχύει grosso modo το ίδιο δίκαιο για όλους.

Φανταζόμαστε τον Μανολιό να οραματίζεται την Ουτοπία του Thomas More, μιλώντας για κοινοκτημοσύνη, καταμερισμό των βαρών και ουσιαστική συναδέλφωση, μακριά από θρησκευτικές πεποιθήσεις και ταξικούς διαχωρισμούς, οι οποίοι χωρίζουν αντί να ενώνουν.

Κοντά στον Μανολιό και ο παπα-Φώτης, ο οποίος οραματίζεται και κηρύσσει τις αρχές οργάνωσης και συλλογικής ζωής του καινούργιου χωριού, ισότητα, δικαιοσύνη, κοινοκτημοσύνη, σε αντιπαράθεση προς την αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας και του κέρδους: «Οποιος έχει χώματα και δέντρα, γίνεται χώμα και δέντρο, χάνει το θεϊκό της πρόσωπο η ψυχή του· όποιος έχει σεντούκι, γίνεται σεντούκι… Τώρα όλα θα τα βάλουμε κάτω, δεν έχει δικό σου και δικό μου, δεν έχει πια φράχτες και κλειδαριές και σεντούκια· εδώ όλοι θα δουλεύουμε κι όλοι θα τρώμε».

Ρεαλιστικό υπόβαθρο

Με τον Aγγελο Σικελιανό (10-10-1921)

Η δεξιοτεχνία του Καζαντζάκη εντοπίζεται στο γεγονός ότι μέσω της εισαγωγής του θείου δράματος των Παθών του Χριστού ως βασικό μοχλό εξέλιξης της υπόθεσης, εισάγει μια πλήρη θέαση του κοινωνικού δράματος, διαχρονικά επίκαιρου. Στόχος του Καζαντζάκη είναι να περάσει το πλαίσιο στο οποίο χτίζεται το πραγματικό ανθρώπινο δράμα, να αναδείξει τις παθογένειες της κοινωνίας. Για να το κάνει αυτό, ξεκινάει από ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο· το δράμα των προσφύγων της Σαρακήνας αναφέρεται στο ιστορικό δράμα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, του ξεριζωμού των ελληνικών πληθυσμών και της προσφυγιάς.

Παρά το γεγονός πως η υπόθεση τοποθετείται στη Μικρασία του 1921 περίπου, ο αναγνώστης έχει σίγουρα μια εμπειρία είτε από τη μεριά του πρόσφυγα είτε από τη μεριά του ντόπιου που δέχτηκε τους προσφυγικούς πληθυσμούς στην περιοχή του. Η ανάμνηση των εντάσεων και των συγκρούσεων που δημιουργήθηκαν από την εγκατάσταση των προσφύγων στο μητροπολιτικό έδαφος αποτελεί έναν ουσιαστικό παράγοντα για τους αυτόματους συσχετισμούς μύθου - πραγματικότητας.

Ο Καζαντζάκης στηλιτεύει το γεγονός ότι οι Ελληνες διαχρονικά μάχονται μεταξύ τους, τρώγονται. Ο κοινωνικός αλληλοσπαραγμός και η δίωξη του αδύναμου και του διαφορετικού έχει γίνει έμφυτο συστατικό στα χρόνια που οι άνθρωποι δοκιμάζονται από τους πολέμους και τη φτώχεια.

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης είχε άμεση εμπειρία με το ιστορικό δράμα των προσφύγων. Τον Ιούλιο του 1919 διορισμένος γενικός διευθυντής του υπουργείου Περιθάλψεως στάλθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο επικεφαλής της αποστολής επαναπατρισμού, με σκοπό να μεταφέρει τους εκατόν πενήντα χιλιάδες Ελληνες του Καυκάσου (Γεωργία και Αρμενία) που βρίσκονταν υπό διωγμό, στη Μακεδονία και Θράκη.

Ενα επιπλέον στοιχείο σχετικά με την ιστορικοκοινωνική συνάρτηση του έργου είναι η περίοδος, στην οποία γράφεται. Γράφεται το 1948 και δημοσιεύεται το 1954. Μέσα στα σκληρά χρόνια του Εμφύλιου και της μετεμφυλιακής περιόδου. Οι αντιστοιχίες του μύθου με το εθνικοκοινωνικό δράμα είναι εμφανείς.

Πρόκειται για μια εποχή που ο στυγνός αντικομμουνισμός αποτελεί το θεμέλιο της επίσημης ιδεολογίας. Καταλαβαίνει κανείς τι σήμαινε η ταύτιση της λαϊκής επανάστασης με την κοινωνική δικαιοσύνη, με τον δοκιμαζόμενο ελληνισμό και η συνακόλουθη καταγγελία των εξουσιών μέσω της έμμεσης ταύτισής τους με τους προεστούς της Λυκόβρυσης.

Προφητική γραφή

Εχοντας γνωρίσει την κοινωνική φιλοσοφία του Νίκου Καζαντζάκη, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα δύσκολα χρόνια της Γερμανίας του Μεσοπολέμου και τα πέτρινα χρόνια του ρωσικού χειμώνα της δεκαετίας του 1920, υποθέτουμε ότι ο Μανολιός φέρει την ανήσυχη φωνή του Καζαντζάκη.

Τα βάζει με τους υποκριτές και τις φενάκες. Απογυμνώνει τους θεσμούς από το φύλλο συκής που φέρουν ως επίφαση αρχής. Φωνάζει με πάθος πως δεν υπάρχουν επίγειοι χρησμένοι κήρυκες ιεροσύνης, ούτε πρέπει ο άνθρωπος να παραδίνεται στη δεσποτική αυθεντία των εξουσιών. Επαναφέρει μια έννοια, η οποία φλέγεται μέσα του, όπως φλέγονται ορισμένες από τις ευγενέστερες ιδέες στην ιστορία του ανθρώπινου αγώνα. Η ελευθερία του ανθρώπου ή, καλύτερα, ο αγώνας για ελευθερία, ο οποίος οφείλει να είναι διαρκής.

Γνωρίζοντας ο ίδιος την αποδοκιμασία που θα δεχθεί από πολιτικούς άρχοντες και εκκλησιαστικούς δεσποτάδες μόλις το έργο του δει το φως της πραγματικότητας, αναθέτει στον παπα-Γρηγόρη να πει το προφητικό «στην κατάρα του Θεού», για να δώσει ο Μανολιός την απάντηση «εσείς οι παπάδες σταυρώσατε το Χριστό· αν κατέβαινε πάλι στη γης, εσείς θα τον ξανασταυρώνατε». Βεβαίως, αυτός που σταυρώθηκε δεν ήταν ο Χριστός, αλλά ο συγγραφέας του έργου, ο οποίος γνώρισε την κατακραυγή από τον κλήρο και μερίδα της πολιτείας.

Οπως έγινε με τα επόμενα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, έτσι και με το Ο «Χριστός ξανασταυρώνεται» οι επικριτές του απομόνωσαν λέξεις-φράσεις και τις πρόταξαν στον αγώνα τους να σβήσουν τον δημιουργό και το έργο του.

Ακόμη, οι συνειδήσεις τους εθίγησαν από το γεγονός πως ο Καζαντζάκης επέκρινε ανοιχτά τον στρεβλό τρόπο λειτουργίας της Εκκλησίας και τη θεσμική εκτροπή της Ιεραρχίας της, με την επιθυμία της να ασκεί πολιτική και να συνδιαλέγεται με την εκάστοτε εξουσία, μακριά και πέρα από τον πραγματικό της ρόλο που είναι η πνευματική και ηθική καθοδήγηση.

Ο Καζαντζάκης, η Αγγλία και η πρώτη μέρα του πολέμου

Της Νίκης Τρουλλινού

Ενα όνομα: Νίκος Καζαντζάκης. Μια χρονολογία: 1927. Ενα βιβλίο: «Ταξιδεύοντας».

Σύμφωνα με τους μελετητές της ελληνικής λογοτεχνίας, αυτή είναι η στιγμή, το γεγονός, το βιβλίο που η ταξιδιωτική εντύπωση μετουσιώθηκε συνειδητά σε καθαρή λογοτεχνία. Ο ίδιος θα το πει με άλλο τρόπο, τον δικό του, ακόμα πιο σαφή: «Το ταξίδι και η εξομολόγηση (κι η δημιουργία είναι η ανώτερη και πιστότερη μορφή της εξομολόγησης) στάθηκαν οι δυο μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου».

Ο Ν. Κ. γνωρίζει πολύ καλά τα ταξίδια του Οδυσσέα, γνωρίζει τους Ευρωπαίους συγγραφείς, προσκυνητές της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του Λεβάντε από τον 18ο, 19ο αιώνα, νιώθοντας τον νόστο αλλά και επιδιώκοντας τη συνεχή αναχώρηση, τη φυγή: «Καλή είν’ η Κρήτη, μα για να παίρνεις φόρα», έγραψε. Εχει το όνειρο και την υπέρτατη φιλοδοξία να γίνει μεγάλος συγγραφέας, παίρνει ακριβώς φόρα από τα ταξίδια του να πιάσει το όνειρο.

Ο Παντελής Πρεβελάκης θα γράψει πως το «Ταξιδεύοντας, η Ρουσία» του 1927 θα τον καταξιώσει ως συγγραφέα. Ο Νίκος από καιρό συνεχώς ταξιδεύει, και τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 συστηματικά πλέον ως ανταποκριτής μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων, αμειβόμενος γι' αυτό: «Νέον Αστυ», «Ελεύθερος Λόγος»,«Ελεύθερος Τύπος», «Ερμής» της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, «Καθημερινή», «Πρωία», «Ακρόπολις», στα περιοδικά «Αναγέννηση», «Νεοελληνικά Γράμματα», «Νεολαία», «Νέα Εστία». Ο πολύς Γιώργος Κατσίμπαλης καταγράφει 317 ταξιδιωτικά κείμενα από τον Οκτώβριο του 1907 έως τον Ιανουάριο του 1946.

Ο Καζαντζάκης έτσι σύντομα ξεχωρίζει από τους δεκάδες συναδέλφους του της ταξιδιωτικής λογοτεχνικής γραφής, στην κορυφή αυτός της τριάδας με τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Κώστα Ουράνη, σημειώνει η Αννίτα Πανάρετου (η μόνη συστηματική ερευνήτρια και ανθολόγος της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας), καθώς το εν λόγω είδος λογοτεχνικής γραφής έχει σπουδαία παράδοση στα καθ’ ημάς, ακριβώς όπως και το διήγημα.

Ο Καζαντζάκης το εκφράζει ο ίδιος: «[…] να δω, να αγγίξω άγνωρα χώματα, να μπω να κολυμπήσω σε άγνωρες θάλασσες, να γυρίσω τη γης, να βλέπω […] καινούργιες στεριές […], κι ανθρώπους και ιδέες».

Δεν του είναι, δηλαδή, αρκετό να περιγράψει τόπους, δεν τον ενδιαφέρει να βάλει τα τοπία στη θέση των ηρώων, θέλει να βυθιστεί στην ανησυχία του καιρού του καθώς το ταξίδι αποτελεί επιτακτική εσωτερική ανάγκη αυτού του ίδιου, θέλει να απαντήσει σε βασανιστικά ερωτήματα: «Πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Ποια η μοίρα ετούτης ή της άλλης χώρας; Και ο κόσμος; Η Ευρώπη;»

Η ανάγκη του να ερμηνεύσει τις τόσες ανόμοιες μορφές της ζωής που συναντά στα ταξίδια τα κρίσιμα χρόνια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα – αυτό δεν είναι γνώρισμα κάθε αληθινού λογοτεχνικού κειμένου;

Καθώς τα πολεμικά αεροπλάνα διασχίζουν τον ουρανό της Ευρώπης, Ιούλιο έως Νοέμβριο του 1939, παραμονές του Μεγάλου Μακελειού, έτσι αποκαλεί τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ίδιος, θα βρεθεί στην Αγγλία προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου της Αθήνας. Από δω και ο τελευταίος τόμος των ταξιδιωτικών του – εκδίδεται από τον Πυρσό το 1941 στην Αθήνα. Και καθισμένος στο εμβληματικό Χάιντ Παρκ, παρατηρώντας τους πολίτες σε μιαν ελεύθερη χώρα, αρχίζει το βιβλίο του.

Ο Ν. Κ. στα ταξίδια του είναι πάντα καλά διαβασμένος για την ιστορία και τη λογοτεχνία του τόπου, κουβαλά τα βιβλία του και δεν αποχωρίζεται τους οδηγούς του. Νέος ακόμη, όντας στη Γερμανία, γράφει στη Γαλάτεια: «Στείλε μου τον οδηγό μου…»

Και η Ιστορία της Αγγλίας; Κύματα ήρθαν από Βορρά και Νότο πρώτα οι Ιβηρες κι άφησαν τις όρθιες κυκλώπειες πέτρες τους, οι Κέλτες τους θρύλους τους και απόγονο τον Αρθούρο και τον Τριστάνο, οι Ρωμαίοι υδραγωγεία και λουτρά και το Λοντίνιουμ να σμίγουν οι ίσιοι δρόμοι από πάνω ως κάτω. Οι Βίκινγκς της Δανιμαρκίας ανεβαίνουν με τα καράβια τον Τάμεση, να προστατεύουν τους χωρικούς και να την η φεουδαρχία.

Φτάσαμε στον 11ο αιώνα με τους Νορμανδούς να μη χωράνε στην απέναντι Γαλλία, σιδερόφραχτοι με τον Γουλιέλμο τους περνούν την Μάγχη. Καταχτητές και καταχτημένοι αιώνων παλεύουν, συμβιβάζονται, σμίγουν στον έρωτα και στο εμπόριο, δημιουργούν την Μεγάλη Βρετανία, με νέο αίμα κάθε φορά στις φλέβες της – για να φτάσει ακμαία στην αποικιοκρατική κορύφωσή της∙ ο Ν. Κ. εύστοχα γράφει: «Η ιστορία της Αγγλίας, το εμπόριο, η πολιτική, η τέχνη, η δόξα της στάζουν θάλασσα».

Η περιοδεία του ξεκινά από τις εργατουπόλεις, Μπέρμιγχαμ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ, Σέφιλντ. Φάμπρικες, αποθήκες, μαγαζιά, καρβουνόσκονη, αιθαλωμένη μαυρίλα στους τοίχους: το πρόσωπο του βιομηχανικού πολιτισμού. Τις αποκαλεί πόλεις μουτζαλωμένες, καταθλιπτικές, ενώ παράξενη συγκίνηση, απροσδόκητη τρυφεράδα του προξενούν τα πρόσωπα των εργατών. Και από κει, η απόλυτη ανατροπή: Ιτον. Οξφόρδη, Κέμπριτζ! Ή αλλιώς, η τυπογραφία αιώνες πριν, η μετάφραση του Ευαγγελίου και ο περιορισμός της δύναμης της Παπικής Εκκλησίας, η αφύπνιση των αστών, οι μηχανές, η περίφημη Βιομηχανική Επανάσταση και η ανάγκη μιας μορφωμένης πολιτικής και οικονομικής ελίτ – ιδού, τα περίφημα αγγλικά σχολεία. Ακόμα καλύτερα αυτό που ο Ουέλινγκτον είπε: «Στα τερέν του Ιτον κερδήθηκε η μάχη του Βατερλό».

Και, καθώς γράφει για τις ξεχωριστές μορφές της νεότερης αγγλικής ιστορίας, ενώ μιλά για το αγγλικό μυθιστόρημα, ενώ πλέκει τον ύμνο της έννοιας του «τζέντλεμαν», ένα παράξενο άλμα, θαρρείς, τον φέρνει στον Φρειδερίκο Νίτσε. Είναι η 25 Αυγούστου 1939, επέτειος θανάτου του, πικρή χρονολογία στο ημερολόγιο της καρδιάς του Ν. Κ.

Σκηνοθετεί έτσι συγγραφικά μια συνάντηση με τον ίσκιο του Νίτσε στην όχθη του Τάμεση κάτω από μια καστανιά, συνομιλεί με τον Υπεράνθρωπό του για την ηθική, τον πόλεμο, τη βούληση της κυριαρχίας. Φεύγει μαζί του στο Εγκαντίν, συναντούν τον Σωκράτη και τον Διόνυσο, διαβάζουν το ποίημα της Λου Σαλομέ, συνομιλούν με τον Βάγκνερ, και όταν σηκώνεται από το παγκάκι, δεκατρείς σελίδες ολόκληρες πιο πέρα, ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο περνά μουγκρίζοντας πάνω από τη Λόντρα.

Ο Ν. Κ. κοιτάζει τα βαθουλωμένα μάτια, το απόγκρεμνο μέτωπο, τα κρεμάμενα μουστάκια. Ο διάλογος είναι:

«[…] Ηρθε ο Υπεράνθρωπος, του μουρμούρισα. – Αυτό ήθελες; […] – Αυτό! […] – Εσπειρες και τώρα κοίταξε το θερισμό. Σου αρέσει; […] – Μου αρέσει».

Ο φαιός στρατός του Χίτλερ έχει ήδη βγει στους δρόμους της Ευρώπης και νομίζω δύσκολα θα βρει κανείς πιο ευθύβολο αλλά και ουσιαστικό σχόλιο, για ό,τι συνέβη.

Η Ιστορία θα τον βρει μπροστά στην Ντάουνινγκ στριτ αριθμός 10∙ η κήρυξη του πολέμου και μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου. Η προετοιμασία του Λονδίνου για τον πόλεμο και η πρώτη μέρα που ηχούν οι σειρήνες για βομβαρδισμό, τρεις του Σεπτέμβρη.

«[…] Είχαμε (από τις σειρήνες) πέντε λεφτά στη διάθεσή μας και δεν ήθελα να τα χάσω. Μια άγρια απάνθρωπη περιέργεια με κρατούσε ακίνητο. Τούτη είναι η πρώτη κραυγή, ο πρώτος επιθανάτιος ρόγχος του βιομηχανικού πολιτισμού. Δόθηκε το σύνθημα της καταστροφής».

Η κάθοδός του σε καταφύγιο: ο πάστορας, το νιόπαντρο ζευγάρι, ο πολισμάνος, οι νέοι με τις μάσκες, η στρουμπουλή κυρία που τρώει το μήλο της, ένα παλιό «Τιπερέρυ» από το στόμα όλων και το χαρτάκι με το όνομα του καθενός στην τσέπη, εισιτήριο για τον θάνατο και για τη ζωή. Ο βομβαρδισμός θα αποφασίσει ή η αντοχή του κτιρίου. Τα πρόσωπα, ο πόνος, ο φόβος, η απαντοχή, αλλά και η οργάνωση της πονηρής αλεπούς όπως αποκαλεί την Αγγλία. Η αξία της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας άλλωστε του Ν. Κ. έγκειται και εδώ: η λογοτεχνία του είναι και μαρτυρία. Μα ναι, ήρθε η ώρα να μιλήσει για τον μεγάλο βάρδο τον Σέξπιρ. Τώρα, εδώ, μέσα στην αρχή του πολέμου η μεγάλη Τέχνη αποκούμπι, δύναμη, η δημιουργία ως η ελπίδα και το ξόρκι στη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου.

Είτε ήταν ακριβώς αυτή σειρά του ταξιδιού είτε όχι, ο Ν. Κ. περνά από τον πόλεμο στο Πνεύμα, οδηγεί τον αναγνώστη του στην Τέχνη, τον πολιτισμό – αυτά μένουν και απομένουν των πολέμων.

Το Στράτφορντ από Αϊβον μπροστά του, είναι επιτέλους στη γενέτειρα του Σέξπιρ, με τα μήλα να λάμπουν σαν κοριτσίστικα στήθη, τα μελωμένα αχλάδια, ο δρόμος για το σπίτι του Σαιξπήρου, του μεγάλου αδελφού. Θα κοιμάται στο σπίτι της κόρης του της Σουζάνας, θα τριγυρνά στα ίδια μέρη με Κείνον, θα συνομιλεί τις νύχτες μαζί του. Και γίνεται τρυφερός, συναρπαστικός, λυρικός, υμνητικός και σκεπτόμενος συνάμα, ακριβοδίκαιος, πιστός προσκυνητής του Μάκβεθ και του Οθέλλου, του Αμλετ και του Βασιλιά Λιρ, δεν αποστρέφει το πρόσωπό του από τον διαβολικό Ριχάρδο τον Τρίτο, ερωτεύεται τη Δεισδαιμόνα, την Ιουλιέτα, την Οφηλία, μαζί τους φεύγει σε νυκτερινά δάση του θερινού ηλιοστάσιου.

Και συνδέει ευφυώς το αίτιο με το αιτιατό: ο Σέξπιρ δεν έπεσε από τον ουρανό, είναι παιδί της εποχής που η γη κινήθηκε από τον Γαλιλαίο, τα βιβλία τυπώνονται, οι ιδέες ταξιδεύουν, αναστατωμένες οι ψυχές καθρεφτίζονται στους μεγάλους δημιουργούς και οι πολίτες συνωθούνται σε πρόχειρες σκηνές, συχνά μέσα στη λάσπη, να δουν και ν’ ακούσουν τα πάθη των ανθρώπων, τα δικά τους πάθη. Καταφέρνει και εδώ να δώσει σελίδες καθαρά δοκιμιακού χαρακτήρα, με τρόπο απλό, κατανοητό, ευφάνταστο. Γιατί η ταξιδιωτική λογοτεχνία οφείλει να είναι και δοκίμιο.

Στο Λονδίνο θα μείνει ώς τον Νοέμβρη. Θα τριγυρνά στο Σίτι:

«[…] μια μέρα έπεσα σ’ έναν άλλο εφιάλτη – μοντέρνο αυτόν κι ολοζώντανο, στο Σίτυ. Στον πολυδαίδαλο, συφεροντολόγο, γεμάτο φλέβες χρυσάφι εγκέφαλο της Λόντρας. Στενά γυριστά σοκάκια, συμφορική υπερένταση, οι μεγάλοι της σύχρονης θρησκείας ναοί – το Χρηματιστήριο, η Τράπεζα της Αγγλίας, το Δημαρχείο. Και δίπλα, στους όχτους του ποταμιού, […] αποθήκες όπου θησαυρίζουνται τ’ αγαθά όλης της Γης: […]Οι πέντε ήπειροι κουβαλούν τα πεσκέσια στον αφέντη: ο Καναδάς κι η Ρουσία το σιτάρι, οι Σκανδιναβικές χώρες την ξυλεία, η Αυστραλία το μαλλί και τα φρούτα, η Αίγυπτος, οι Ιντίες, η Κίνα το μπαμπάκι, το ρύζι, το τσάι, η Αφρική τη ζάχαρη, τους καφέδες, τον καπνό. […] Κι οι διάφορες χώρες της Ευρώπης τους βασιλιάδες της: οι Νορμανδοί, οι Γάλλοι, η Ολλανδία, το Αννόβερο. Κι η Ελλάδα καπνό, σταφίδα, σφουγγάρια και τους μαρμαρένιους θεούς της».

Και περνά τις ώρες του στο Βρετανικό Μουσείο παρέα με τα ελληνικά αγάλματα. Αφήνει πίσω του τη Λόντρα, την καρδιά της αποικιοκρατίας, τον τρίτο μήνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Νοέμβριο. Η πόλη έχει πάρει την ευγένεια και την αρχοντιά μιας βουλιαγμένης πολιτείας στην καταχνιά, σαν όνειρο πηχτό, σε τοπίο πολέμου. Σε όλο το βιβλίο ο Ν. Κ. δεν κρύβει τον θαυμασμό και την εκτίμησή του στη χώρα αλλά και δεν φοβάται να εκφράσει με ειλικρίνεια τις σκέψεις του. Η ματιά του ευθύβολη και συχνά καυστική. Εύστοχες οι κριτικές του ιστορικές και πολιτικές παρατηρήσεις, θεμελιώνονται κάθε φορά στη γνώση της Ιστορίας, χωρίς να υποτιμά και τη δική του συναίσθηση των πραγμάτων.

Θα ακολουθήσει η πίκρα του που θα περάσει στην Ιστορία σε μικρή χειρόγραφη παράγραφο στη σελίδα αφιέρωσης της «Αγγλίας» του: «Το βιβλίο τούτο γράφτηκε πριν από τα Δεκεμβριανά και πριν από την Κύπρο. Δεν ξέραμε τότε, τώρα ξέρουμε […]. Εξω από τα σύνορα της Αγγλίας κυκλοφορεί ένα άλλο εγγλέζικο πουλί, μάβρο, με κόκινο ραμφί και κόκινα νύχια αιματομένα». Και τον Σεπτέμβρη του 1954 με το κυπριακό πρόβλημα στην κορύφωσή του δημοσιεύει στη «Νέα Εστία», τεύχος 653, άρθρο που δεν μασάει τα λόγια του, άρθρο σκληρό για την αγγλική πολιτική της εποχής:

«[…] Κρύβει το πρόσωπό της η ντροπή και φεύγει μακριά από τ’ ατιμασμένα γραφεία του Φόρεϊν Οφις».

Ο επιμελητής των επανεκδόσεων από το 1984 και μετά Πάτροκλος Σταύρου προσθέτει και τα δύο τεκμήρια στις επανεκδόσεις του βιβλίου.

Στη μονή Δαφνίου, 1924

Ο Καζαντζάκης ξέρουμε όλοι πώς πέθανε: Αύγουστος του ’57, με το αεροπλάνο διασχίζει τον Βόρειο Πόλο επιστρέφοντας από την Κίνα. Το τελευταίο ταξίδι.

Πώς ήταν εκεί πάνω, ποιοι τον επισκέφθηκαν μέσα από τα σύννεφα και τα χιόνια, ποιους χαιρέτησε κι αποχαιρέτησε στη λαμπερή ατμόσφαιρα του Πόλου – αυτό δεν μας το ’γραψε ποτέ. Αρρωστος από το ταξίδι θα πεθάνει πολύ σύντομα. Συγγραφική αδεία μπορούμε να πούμε: το ταξίδι τού έδωσε ζωή, το ταξίδι την πήρε πίσω.

ΥΓ. Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία της πρώτης μέρας του φετινού Φεστιβάλ για τον ταξιδιώτη Καζαντζάκη. Το Μουσείο Νίκος Καζαντζάκης πραγματοποιεί την πρώτη εβδομάδα κάθε Ιουλίου αφιέρωμα και σε μια χώρα και ταξίδι του Ν. Κ. με ποικίλες και υψηλής ποιότητας εκδηλώσεις και δράσεις, σε συνεργασία με πνευματικά ιδρύματα από τις τιμώμενες χώρες: Ισπανία, Αγγλία και του χρόνου Ρωσία. Εκφράζονται οι ευχαριστίες στο Μουσείο για το υλικό που εμφανίζεται εδώ.

Οικουμενικός συγγραφέας

Της Νόρας Ράλλη

Το ζεύγος Ελένη και Νίκος Καζαντζάκης στο σπίτι τους στην Αιγινα (1941)

Ο συγγραφέας του «Βίου και της Πολιτείας του Αλέξη Ζορμπά» κανονικά έπρεπε να είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του ως δικηγόρος και όχι ως συγγραφέας ή δημοσιογράφος. Δικηγόρο τον ήθελε και ο πατέρας του, καπετάν Μιχάλης, με τον οποίο ο Καζαντζάκης είχε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση.

Στις σφαγές του 1889, τον πήρε από το χέρι κατά το ξημέρωμα της πρώτης αιματοβαμμένης νύχτας, τον πήγε στην πλατεία με τα λιοντάρια και τον έβαλε να προσκυνήσει τα παγωμένα πόδια των κρεμασμένων από τους Τούρκους παλικαριών, στον θεόρατο πλάτανο. Τότε η Κρήτη ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη και μαχόταν για λευτεριά. Εκείνη η εικόνα και η εμπειρία δεν έφυγαν ποτέ ούτε από τη σκέψη του ούτε από την καρδιά του. Τα μετουσίωσε σε πνοή ελευθερίας, εθνικής και ατομικής, και σε συνείδηση περηφάνιας και αξιοπρέπειας που φαίνονταν σε όλα του τα λογοτεχνήματα.

Ο Νίκος Καζαντζάκης πρωτοετής φοιτητής στην Αθήνα (1902)

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Πήρε πράγματι με άριστα το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (μάλιστα το πτυχίο του φέρει και την υπογραφή του Κωστή Παλαμά ως γενικού γραμματέως του Πανεπιστημίου Αθηνών). Το 1907-1908 έκανε στο Παρίσι μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία, με καθηγητή τον Ανρί Μπερξόν που πολύ τον επηρέασε. Εκεί έγραψε την πραγματεία «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας», που προόριζε ως τη διατριβή του, για να γίνει καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο πρώτος του γάμος, με τη Γαλάτεια Αλεξίου, έρωτα των παιδικών του χρόνων, ήταν ατυχής και δυστυχής και κατέληξε σε διάσταση και διαζύγιο. Την ευτυχία και τις γόνιμες συνθήκες συγγραφής και μεγαλείου βρήκε ο Καζαντζάκης στη δεύτερη σύζυγό του Ελένη, το γένος Σαμίου.

Η Ελένη στο σπίτι τους στην Αίγινα (1939)

Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ στην Ελλάδα, ηπειρωτική και νησιωτική, για να γνωρίσει «τη συνείδηση της γης και της φυλής μας», όπως έλεγε ο ίδιος, να δει «από κοντά τους ανθρώπους της και τους τόπους της, να βυθισθεί στην ιστορία, στην παράδοση, στο μύθο της».

Παράλληλα, ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και σε τόπους της Μέσης Ανατολής. Εφθασε μέχρι τη Σιβηρία, την Ιαπωνία και την Κίνα και τις εντυπώσεις τις κατέγραψε στα αντίστοιχα βιβλία. Ειδικά με την Κύπρο συνδέθηκε πολύ και τάχθηκε σταθερά υπέρ των αγώνων της για ελευθερία.

Σπουδαιότατης εθνικής σημασίας είναι η αποστολή του στον Καύκασο το 1919 για τον επαναπατρισμό στην Ελλάδα των εκεί Ελλήνων που υπέφεραν μετά την επικράτηση του κομμουνισμού από το 1917 στη Ρωσία. Τον είχε στείλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού τον διόρισε γενικό διευθυντή του υπουργείου Περιθάλψεως.

Μετέφερε τότε στην Ελλάδα, μέσα σε τεράστιες δυσκολίες, 150.000 Ελληνες και τους εγκατέστησε στη Μακεδονία και στη Θράκη. Μαζί του πήρε τότε και τον Γιώργη Ζορμπά (σ.σ. τον μυθιστορηματικό Αλέξη Ζορμπά).

Εγραφε από πολύ νωρίς (1906) δοκίμια και άλλα κείμενα σε περιοδικά. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου. Εγραψε ποίηση («Οδύσεια», «Τερτσίνες»), μυθιστορήματα («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο Φτωχούλης του Θεού», «Οι Αδερφοφάδες», «Αναφορά στον Γκρέκο», «Ο Βραχόκηπος», «Τόντα Ράμπα», «Μέγας Αλέξανδρος», «Στα Παλάτια της Κνωσού»). Αλλά και θεατρικά έργα και τραγωδίες («Προμηθέας Πυρφόρος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Προμηθέας Λυόμενος», «Κούρος», «Οδυσσέας», «Μέλισσα», «Χριστός», «Ιουλιανός ο Παραβάτης», «Νικηφόρος Φωκάς», «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος», «Καποδίστριας», «Χριστόφορος Κολόμβος», «Σόδομα και Γόμορρα», «Βούδας») και φιλοσοφικές πραγματείες («Ασκητική», «Συμπόσιον»). Πολύ σημαντικές θεωρούνται και οι μεταφράσεις του («Θεία Κωμωδία» του Δάντη) αλλά και οι διασκευές του σε μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων.

Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας αναχωρητής, αναμείχθηκε και στα κοινά, ακόμη και στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Από το τέλος του 1945 για περίπου 40 ημέρες διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην Κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη. Παραιτήθηκε, μη αντέχοντας «τα αιτήματα για ρουσφέτια».Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων και τμηματάρχης της UNESCO στο Παρίσι (1947-1958), από όπου και πάλι μόνος του παραιτήθηκε.

Βασικός άξονας των βιβλίων του είναι η εσωτερική ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη, η τόλμη, «να κοιτάζεις άφοβα το φόβο, να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθάνατος, να αγωνίζεσαι για την καταξίωση της ψυχής, μιας ψυχής διαρκώς πεινασμένης και ανικανοποίητης, που κατατροπώνει και κατατρώει τη σάρκα και οδηγεί σε πνευματική υπέρβαση και λύτρωση».

Ελένη και Νίκος Καζαντζάκης. Αύγουστος 1956 | Φωτογραφία: Κίμων Φράιερ

Η ζωή του, λέει ο ίδιος, «ήταν ένας κακοτράχαλος ανήφορος που τον ανέβαινε η σαρανταπληγιασμένη ψυχή του για να φτάσει τον σκοτεινό, τον μυστηριώδη, όγκο του Θεού».

Για τις απόψεις του καταπολεμήθηκε και από την πολιτεία και από την Εκκλησία. Η πολιτεία με τις επεμβάσεις της ματαίωσε τη σίγουρη απονομή σ’ αυτόν του Βραβείου Νόμπελ. Τη δεκαετία του 1950, η Εκκλησία της Ελλάδος άρχισε διαδικασία αφορισμού του, αλλά δεν τόλμησε να προχωρήσει στην πράξη. Το 1968 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας είπε ότι τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής καταδίκασε το βιβλίο του «Ο Καπετάν Μιχάλης Μαυρίδης» (σ.σ. «Μαυρίδης» ήταν το όνομα του εκδότη, το οποίο αναγραφόταν χαμηλά στο εξώφυλλο και στον κύριο τίτλο του βιβλίου, αλλά εξελήφθη ως μέρος του τίτλου και κατεδικάσθη και αυτό). Το 1983 η ίδια Εκκλησία κυκλοφόρησε διδακτικό βιβλίο με αποσπάσματα από τον «Καπετάν Μιχάλη», «για να μάθουν τα Ελληνόπουλα της Αμερικής καλά Ελληνικά και να φρονηματίζονται πατριωτικά και εθνικά». Το Βατικανό ανέγραψε το μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος πειρασμός» στον «Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων» (τον οποίο κατήργησε λίγο αργότερα).

Μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη έγιναν σπουδαίες κινηματογραφικές ταινίες και ακόμη, εκτός από τα καθαρώς θεατρικά του έργα, διασκευάστηκαν και παρουσιάστηκαν στο θέατρο. Σήμερα θεωρείται διεθνώς ένας οικουμενικός συγγραφέας. Μεταφράστηκε σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες και διαλέκτους.

Στις διάφορες περιόδους της ζωής του, εκτός από το Ηράκλειο, έζησε στην Αθήνα, στην Αίγινα, σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και κατέληξε στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας, που ήταν αρχαία ελληνική αποικία με το όνομα «Αντίπολις» και έμοιαζε της Κρήτης. Αυτή η ομοιότητα τον κράτησε εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Τον καιρό της γερμανικής κατοχής έμενε στην Αίγινα.

Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957 στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας, κατά το ταξίδι της επιστροφής του από την Ιαπωνία και την Κίνα. Νεκρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετά στην Κρήτη. Τάφηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου. Στον τάφο του έχει χαραχθεί το γνωμικό που εκείνος είχε από πριν γράψει:

«Δε φοβούμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι λέφτερος».

Ο τάφος του έγινε παγκόσμιο πνευματικό προσκύνημα. Η φετινή χρονιά, 60 χρόνια από τον θάνατό του, έχει ανακηρυχθεί επίσημα «Ετος Καζαντζάκη».

Created By
Εφημερίδα των Συντακτών
Appreciate

Report Abuse

If you feel that this video content violates the Adobe Terms of Use, you may report this content by filling out this quick form.

To report a Copyright Violation, please follow Section 17 in the Terms of Use.