Loading

Αλικα ΚΟκκινα της Μαρίας Τολούδη

Παρουσίαση του βιβλίου.

Η Μαρία Τολούδη

Πνευματικό Κέντρο Ιεράς Μητρόπολης Αλεξανδρούπολης

Σάββατο 20 Ιανουαρίου, 2018

Η πρόσκληση για την παρουσίαση

Παρουσίαση του κ. Κοσμά Χαρπαντίδη, δικηγόρου-συγγραφέα

Συλλέγοντας ιστορίες ζωής, ελπίδας και θανάτου.

H πρώτη μου επαφή με την γραφή της Μαρίας Τολούδη ήταν με τα διηγήματά της που πρωτοδημοσιεύθηκαν στο Περιωδικό της πόλης της Καβάλας, μια προσπάθεια για να βγει ο πολιτισμός και εκτός των τειχών και να ακουστεί ρωμαλέα και η φωνή του πολιτισμού στην περιφέρεια. Κι αυτό χάρη σε μια καθαρά ιδιωτική πρωτοβουλία, αυτή του Κώστα Τσίγκα και του Alphamedia Group του συγκροτήματός του, που με έδρα την Καβάλα έκανε πράξη την αποκέντρωση στην περιφέρεια για χρόνια. Προσφορά ανεκτίμητη. Που όμως δεν συνέχισε μέσα στην κρίση.

Δεν την ήξερα τη Μαρία τότε, αλλά διάβαζα με ενδιαφέρον τα σύντομα και περιεκτικά της διηγήματα τότε και διέκρινα στην γραφή της αυτό που θα την χαρακτήριζε και μέχρι σήμερα. Μια γλώσσα βατή, χαμηλών τόνων, με γείωση στην πραγματικότητα της εποχής μας, λιτή, ενίοτε δημοσιογραφική, ελλειπτική και τελικώς αρτυμένη, με μια επίγευση μαρτυρίας και ντοκουμέντου, αλλά σίγουρα λογοτεχνική. Η Μαρία τολμούσε να εκτεθεί στο κοινό του Περιωδικού όχι σα μια αρθρογράφος, αλλά σαν μια διηγηματογράφος.

Αργότερα έμαθα ότι η Μαρία επαγγελματικά ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία και πως υπήρξε για έτη εργαζόμενη σε γραφείο τύπου. Ότι η ίδια γύρισε όλη την θρακική ενδοχώρα και πως η συνομιλία της με τους απλούς ανθρώπους της επαρχίας δεν πήγε χαμένη, αλλά μετουσιώθηκε σε λογοτεχνία. Ναι, η Μαρία διέθετε την ματιά του συγγραφέα, ακόμη κι όταν θα συνέτασσε δελτία τύπου. Τη φαντάζομαι και την βλέπω μέχρι σήμερα σαν συλλέκτη βλεμμάτων. Οι εικόνες, η ερμηνεία της ιστορίας μέσα από τις ζωές των ταπεινών και η περιγραφή του τοπίου που συνταιριάζεται με τα παθήματα και τις περιπέτειες των ηρώων της σχηματίζουν σταθερά την δική της πινακοθήκη ενός κόσμου, που μέσα στα πάθη και τις ταραχές προσπαθεί να κρατήσει το ίσο και να ορθοποδήσει σε πείσμα των γεγονότων και των αντιξοοτήτων.

Δεν έχω διαβάσει το αποτύπωμα της Μαρίας στην ποίηση, δηλαδή την ομώνυμη συλλογή της. Η γνωριμία μου με την γραφή της έγινε με τα Αγγίγματα που είχε την ευγενή καλοσύνη να μου στείλει πριν από χρόνια. Εκεί ανάμεσα στο πεζό και τις επιρροές από την ποίηση η Μαρία προσπαθούσε να τοποθετήσει την δράση και τους ήρωές της, που τους άγγιζε ακόμη η ποιητική της διάθεση και τους άφηνε να αιωρηθούν σε ένα κόσμο μετέωρο και αμφίβολο. Ολοι αγωνίζονταν να ξεφύγουν από την επιρροή του λυρισμού και να ξεχωρίσουν ως αυθύπαρκτος κόσμος. Ο λόγος για έναν κόσμο που χάθηκε ή χάνεται στη βιασύνη των καιρών και η Μαρία έσπευσε να τον αιχμαλωτίσει, όπως μας έλεγε και η ίδια.

Περιεχόμενα του βιβλίου

Αυτόν τον κόσμο των χαμένο αναζητά και στα Άλικα Κόκκινα. Γράφει χαρακτηριστικά: «Εγώ από όνειρο έρχομαι και σε όνειρο χάνομαι. Τις μνήμες των νεκρών κουβαλάω. Αναζητάω τους ανθρώπους να τις δώσω. Κάπου να τις εναποθέσω. Μου είπαν: Τα κόκκινα μαλλιά όσο κρατούν εσύ να ψάχνεις. Μην κουραστείς! Μη σταματήσεις! Ο κόσμος πρέπει να ξέρει. Να ξέρει τους νεκρούς».

Η συγγραφέας γράφει για νεκρούς και ζωντανούς, για γυναίκες που ζώνονται την ζωή και προσπαθούν να αποδείξουν την αξία του φύλλου τους, για άντρες που εμπνέουν έρωτες, αλλά και για άλλους που δεν αξίζουν δεκάρα, για οικογενειακές και προσωπικές ατυχίες, που σε κάνουν να χάνεις το δρόμο, για τσαλακωμένους από την προσφυγιά προγόνους που δεν ξέρουν ούτε που βρέθηκαν ούτε πως θα επιβιώσουν, για εμπνευσμένα ανδρόγυνα που βασισμένοι ο ένας στον άλλο γεννοβολούν και στηρίζουν με την σκληρή δουλειά τη φύτρα τους, για τον αγώνα του ανθρώπου με την φύση, που πρέπει να τιθασεύσει για να του αποδώσει, για μικρά όνειρα που συντρίβονται από την ζωή και για μεγάλα που ευοδώνονται, για έρωτες που ευδοκιμούν και για την σπορά που τους ευλογεί και ανθίζει, για έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό, αλλά και μακριά από την εστία τους, για το υπερφυσικό που αρτύει την ζωή και την κάνει πιο μυστηριακή, για τον ήχο και τον αχό ενός τόπου που αγάπησε και πόνεσε, για την περιδίνηση του ανθρώπου μέσα στην προσφυγιά, άλλοτε και τώρα.

Αν αναζητούσαμε τον ιδανικό αφηγητή πίσω από όλα αυτά τα διηγήματα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τη φωνή μιας σημερινής γυναίκας που έχει φτάσει σε μια ηλικία που της επιτρέπει να έχει μια γνώση του κόσμου σφαιρική και μια θέα της ζωής, την διάρκειά της, τον θάνατο, που έχει γνώση για το σύντομο παιχνίδι της, της φωτεινής παρένθεσης, που αυτή αποτελεί στον άπειρο χρόνο. Η φωνή της αφηγήτριας είναι μπολιασμένη, ως συνείδηση μιας αγωνιστικής και χειραφετημένης γυναίκας που θεάται τον κόσμο όχι μέσα από μια μεταφεμινιστική ματιά και ιδεολογία, αλλά με την αγάπη, την κατανόηση και την συναίσθηση της αξίας που έχουν τα συναισθήματα και η προσφορά στην ζωή όλων μας. Μια φωνή ζεστή, αγαπητική, δοτική και έτοιμη να δικαιολογήσει και να μην ακυρώσει την ζωή ζώντων και τεθνεώτων επί της γης και ιδίως των γυναικών. Το φύλλο της υπερασπίζεται η συγγραφέας, όχι με μισαλλόδοξη οπτική, αλλά με την χαρά του αγκαλιάσματος όλων.

Στην πεζογραφία της Μαρίας διακρίνω μια συναίσθηση του χώρου και του χρόνου (τα πιο πολλά διηγήματα αρχίζουν και τελειώνουν με την εγκατάσταση των προσφύγων και εκτείνονται μέχρι το σήμερα - ενώ οι πόλεις και η ύπαιθρος της Θράκης χαρακτηρίζουν τα τοπικά της όρια) χωρίς αυτός ο χωροχρονικός περιορισμός να τα περιορίζει και να τα καθιστά τοπικής εμβέλειας και κατανάλωσης. Βέβαια υπάρχουν και διηγήματα που διαδραματίζονται στο εξωτερικό, αλλά όμως δεν συνιστούν τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση.

Ο δραματουργικός καμβάς της είναι ο κύκλος της ζωής, οι γέννες, οι χαρές, ο αγώνας για προκοπή, οι θάνατοι, η γυναικεία παρουσία που ζωογονεί και εμπνέει, ο έρωτας και ο τρόπος που αλλάζει τον κόσμο, οι ανατροπές που αναστατώνουν ζωές και αναποδογυρίζουν σχέδια, το αίσθημα που βρίσκει ή δεν βρίσκει ανταπόκριση, η μοναξιά και η πίκρα, τα ζώα και η φύση. Η φύση της Θράκης, χωρίς να αποτελεί το κύριο θέμα των διηγημάτων της, δίνεται σε σύντομες πινελιές και παραμένει το ίδιο επιβλητική και χωνεμένη με τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους.

Μόλις τελειώσει ένα διήγημα της Μαρίας κάθομαι στην κουπαστή του και το συλλογίζομαι. Δεν περνώ αμέσως στο άλλο, πριν το αφήσω να ηρεμήσει μέσα μου, να κατακαθίσει, να ακουστούν οι φωνές του, να με κατοικήσουν οι αντηχήσεις του, να αποκτήσουν φωνή οι ήρωες της. Γιατί όλα κρύβουν ζωή και πρέπει να την χωνέψεις πριν προχωρήσεις στο επόμενο.

Γράφει: «Πολυξένη και Αρίστο, σιωπηλοί φίλοι, τώρα που τα γεράματα ήρθαν και τα μαλλιά άσπρισαν, τα κορμιά χαλάρωσαν, τώρα που οι κακίες κάνουν στην πάντα και τα μίση στερεύουν τι ήταν ο κόσμος αυτός για σας, τους δύτες του δικού μου κόσμου; Αφησε αναπνευστήρα ή έστω καλαμάκι; Είχε σκυλόψαρα και καρχαρίες ή αφελείς γύλους; Ελάτε, πέστε το. Πέστε το με το κοχύλι. Θα τα’ ακούσω. Για να αντέχω τους χειμώνες, να ελπίζω κοιτάζοντας το μπλε των ματιών σας, να σας ξαναβρώ του χρόνου, να μειώσω τη διαφορά.»

Η συγγραφέας απευθύνεται συχνά στους ήρωές της, τους μιλά σε τόνο οικείο, σαν να τους έχει δίπλα της, σαν να τους ζωντανεύει για να προσδώσει στο υλικό της την απαιτούμενη αληθοφάνεια. Εξοικειώνεται με την τραγικότητα της ζωής, την κάνει πιο συνομιλητική, πιο γλυκιά, πιο αφηγηματική. Την κάνει πιο ανθρώπινη, γιατί την δικαιολογεί. Και ο κλήρος πάει στον χαμένο. Νομίζω ότι οι χαμένοι είναι οι πιο κερδισμένοι στην συνείδηση του αναγνώστη ήρωες της Τολούδη.

Θα μπορούσα να πω και πολλά άλλα για τα διηγήματα της Μαρίας. Πως δεν είναι καθόλου δύσκολα και πως μέσα στην τραγικότητά τους γίνονται θελκτικά και ελπιδοφόρα, γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι, ναι, αχνοφαίνεται και μια ελπίδα. Πως ο λόγος της εισπράττεται ακέραιος. Πως οι εικόνες της και οι σκηνές της υπακούουν σε μια μεγάλη και εξαιρετική κινηματογραφική παιδεία. Πως η γλώσσα της είναι κοφτερή και σημερινή, γεμάτη υπονοούμενα και καρπούς υπαινιγμών. Πως τα διηγήματά της χαρακτηρίζονται από τη συντομία και το κοφτό, αλλά καλύπτουν πτυχές της ελλαδικής ζωής και όχι μόνο. Πως συχνά, μέσα στην μεγάλη ιστορία, παρελαύνει το τραύμα των απλών ανθρώπων, που στάζει αίμα, αγώνα επιβίωσης, θυμό κι απογοήτευση, ανακατωμένη με ελπίδα. Ως εδώ όμως. Τα άλλα μπορείτε να τα ανακαλύψετε εσείς, εισχωρώντας στον κόσμο της Μαρίας.

Τα διηγήματα όλα είναι σύντομα και περιεκτικά. Είμαι σίγουρος ότι διαβάζοντάς τα δεν θα χάσετε.

Παρουσίαση του κ. Δημήτρη Ταταρίδη, Ψυχολόγου

Δύο σελίδες από την ιστορία "Άλικα Κόκκινα"

Παρουσίαση του κ. Μιχάλη Αναστασιάδη, Φιλολόγου

Συνηθίζεται σε μια βιβλιοπαρουσίαση αυτοί που μιλούν να γνωρίζουν από πριν τον συγγραφέα. Αυτό έχει τη λογική του και φυσικά δίνει την ευκαιρία να παρουσιάσουν σωστά το πρόσωπο και το έργο. Την Μαρία Τολούδη εγώ δεν την γνώρισα πριν από το βιβλίο της. Την γνώρισα μέσα από το βιβλίο Άλικα κόκκινα. Αυτό βέβαια δεν ακολουθεί τον τύπο, αλλά έχει μια εξαιρετική ομορφιά: κινείσαι από το έργο στον συγγραφέα και αυτό είναι μια υπέροχη διαδρομή. Για αυτό το βιβλίο ήρθα με χαρά και ενθουσιασμό να πω μερικές σκέψεις και ευχαριστώ την συγγραφέα για την τιμή που μου κάνει δίνοντάς μου λόγο, και την εμπιστοσύνη της να παρουσιάσω το έργο των χειρών της. Η παρουσίασή μου διαρθρώνεται σε τρία σύντομα μέρη.

Στο πρώτο μέρος θα κάνω μια γενική παρουσίαση του βιβλίου, στο δεύτερο μέρος μια θεματική παρουσίαση και στο τρίτο μέρος έχω συγκεντρώσει κάποιες φιλολογικές σημειώσεις, που κράτησα διαβάζοντάς το.

Μέρος Α΄: Γενική παρουσίαση

Πριν τα Χριστούγεννα πήρα στα χέρια μου το βιβλίο Άλικα κόκκινα. Όμορφο βιβλίο. Κόκκινο εξώφυλλο με μαύρα γράμματα εξώφυλλο, δίχως πολλά-πολλά να απάγουν το μυαλό από αυτό, για το οποίο προορίζεται ένα βιβλίο. «Έχω μόνο γράμματα και είμαι για να με διαβάσεις» σου λέει. Το μυρίζεις και σε προδιαθέτει για αναγνωστικές απολαύσεις. Τα μαύρα ανάγλυφα γράμματα του εξωφύλλου με ξεγέλασαν και εμένα και τη συντονίστρια, που νομίσαμε ότι είναι κενά και ότι βλέπουμε το μαύρο φόντο της κενής πρώτης σελίδας. Ανοίγοντας την πρώτη σελίδα το μαύρο σε ξαφνιάζει, γιατί περιμένεις λευκή σελίδα. Μερικές ακόμα σελίδες μαύρες σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν κάτι θέλει να πει η συγγραφέας με αυτές. Να σας πω την αλήθεια, δεν θα αναρωτιόμουν, αλλά τρία πράγματα μου ενίσχυαν τον λογισμό: το ότι και οι δύο λέξεις του τίτλου που είναι δηλωτικές χρώματος· επίσης, το γεγονός ότι στα διηγήματα που περιέχει το βιβλίο υπάρχει πολύ έντονα το στοιχείο της αλληγορίας.

Τρίτο, η συγγραφέας δεν φαίνεται να αφήνει τίποτα στην τύχη. Οι επιλογές, τόσο σε αφηγηματικό επίπεδο, όσο και σε τεχνικό φαίνεται ότι έχουν τη λογική τους και υπαγορεύονται από κάποια σκέψη.

Προχωρώντας και γυρίζοντας τις σελίδες του βιβλίου και παρόλη την «αιρετική» ­εντός εισαγωγικών­ χρήση χρωμάτων στη θέση της προμετωπίδας, όταν φτάνεις στη μέση του πρώτου τυπογραφικού τετραδίου και βλέπεις τις κλωστές -ραφτό παρακαλώ το βιβλίο- διαπιστώνεις ότι έχεις στα χέρια σου ένα βιβλίο κλασικό, γερό, που θα κρατήσει. Ο χρόνος δεν θα το διαλύσει σπάζοντάς του τις κόλλες.

Μέρος Β΄: Θεματική παρουσίαση

Στο βιβλίο διάβασα σαράντα οκτώ διηγήματα. Τα περισσότερα από αυτά έχουν έκταση έξι σελίδων με κάποια να είναι μικρότερα και κάποια άλλα ­λίγα στον αριθμό­ να είναι κατά τι μεγαλύτερα. Τα θέματα των διηγημάτων ποικίλλουν, όπως και η εποχή στην οποία διαδραματίζονται. Όμως, μέσα σε αυτά εύκολα κανείς μπορεί να διακρίνει ως στημόνι (κόκκινο ήταν και αυτό στον αργαλειό συνήθως- κοίτα σύμπτωση) τα θέματα που θέλει η συγγραφέας να θίξει: την προσφυγιά. Όπως αυτή την βίωσε ο πρόγονός μας και όπως αυτή εκφράζεται σήμερα, τη μετανάστευση, την αγωνία του Έλληνα στο εξωτερικό, μακριά από την πατρίδα, τη νέα ζωή, τον θάνατο και η σκληρή μοίρα, τον έρωτα, τις οικογενειακές και τις ανθρώπινες σχέσεις.

Τα διηγήματα που περιέχονται στα Άλικα κόκκινα είναι ιστορίες ανθρώπων στην συντριπτική πλειοψηφία τους οικείων σε εμάς. Τα πρόσωπα των διηγημάτων της είναι άνθρωποι απλοί και καθημερινοί του σήμερα και του χθες (αγωγιάτες, μάγειροι, αγρότες, νοικοκυρές, άνθρωποι του χωριού, άνθρωποι που ταξιδεύουν, που αναζητούν μια καλύτερη μοίρα μακριά από τις ρίζες τους). Μπορεί ως προς την κατάσταση ο αναγνώσης να μην ταυτιστεί εκ πρώτης όψεως με κανέναν. Διαβάζοντας, όμως, διαπιστώνεις ότι με όλους έχεις κάτι κοινό. Με άλλον μας συνδέει ο τόπος, με άλλον οι καταστάσεις ζωής. Σε κάποιους που δεν έχουν τίποτα κοινό μαζί σου εκ πρώτης όψεως διαπιστώνεις ότι σκέφτεσαι ανατριχιαστικά με τον ίδιο τρόπο ή ότι υπάρχει μια κοινή μοίρα που καθορίζει το παρόν και το μέλλον. Και έτσι η συγγραφέας δείχνει ότι τα κοινά ανάμεσα στους ανθρώπους είναι πολλά, πιο πολλά από ό,τι νομίζουμε. Η ομοιότητα αυτή δεν αφορά μόνο ανθρώπους ίδιας εποχής.

Τα διηγήματά φωτογραφίζουν ανθρώπους διαφορετικών εποχών που βασανίζονται, χαίρονται και ζυμώνονται με τη ζωή και τους συνανθρώπους τους με τρόπο γνώριμο στον αναγνώστη του σήμερα. Μέσα στα διηγήματα ο αναγνώστης συναντά καταστάσεις δύσκολες. Τον αγώνα, την αγωνία, τη βιοπάλη, τα προβλήματα. Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που θέλει η συγγραφέας να προβάλει στο βιβλίο της. Δεν θα μπω σε πειρασμό να απαντήσω. Ούτε και θα ζήτησα από τη συγγραφέα να μου το εξηγήσει.

Αυτό που κατάλαβα είναι ότι μέσα από την περιγραφή των βιοτικών δυσκολιών και μερίμνων αναδύεται λαμπρή η χάρη και η ομορφιά της ζωής.

Αυτό που με εντυπωσίασε στο βιβλίο της Μαρίας Τολούδη είναι το ότι ασχολείται με θέματα που μας απασχολούν όλους ή απασχόλησαν έντονα τους γονείς και τους παππούδες μας, αλλά δεν τα θίγει γενικόλογα και αόριστα, πράγμα το οποίο ενδεχομένως θα έδινε μια αδιάφορη αναγνωστική εμπειρία. Η συγγραφέας δίνει στον αναγνώστη του βιβλίου της τα θέματά της με πρόσωπα και πράγματα. Δεν κάνει λόγο γενικά για προσφυγιά και φόβο πολέμου. Μιλάει για την συγκεκριμένη Αλιόνα και την συγκεκριμένη Μαχμουλέ μέσα από το διήγημα καταφέρνει να πει ευγλωττότατα αυτό που δεν μπόρεσαν να μας πουν χιλιάδες δελτία ειδήσεων. Και η επιλογή της αυτή μου φέρνει στο νου την παντοτινή συνήθεια στην τέχνη: κάτι για το οποίο θέλεις να μιλήσεις ξεκάθαρα και να το καταλάβει ο άλλος βαθιά, το παρουσιάζεις ως πρόσωπο. Με αυτή τη λογική στην αρχαία ελληνική τέχνη, αλλά και στη βυζαντινή ζωγραφική μέχρι και ο άνεμος εικονίζεται με πρόσωπο.

Και μιας και αναφέρθηκα προηγουμένως στο ζήτημα της προσφυγιάς, ας πω και ότι στο βιβλίο Άλικα κόκκινα το ζήτημα αυτό, ως γενικότερη έννοια (ξερριζωμός και φυγή) επανέρχεται μέσα από πολλά διηγήματα και ιδωμένο σε πολλές μορφές που πήρε στην ιστορία: Πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, τη Μικρασία και τον Πόντο. Ξερριζωμός και μετανάστευση μαζί με τα παρεπόμενά τους: αγωνία για τη διατήρηση της ταυτότητας, για την δημιουργία οικογένειας, για τη συνέχιση της ζωής παρουσιάζονται μέσα από πρόσωπα και ιστορίες:

Ο Γιώργος και η Μαρία, που από το Ουζουν Κιοπρού, τη Μακρά Γέφυρα, πηγαίνουν στο Σουφλί και ο Γιώργος έπειτα στην Ξάνθη, ο Σπύρος στο Βέλγιο που παντρεύεται στην Εκκλησία δίνουν πρόσωπο στην επιθυμία της πατρίδας και στο πείσμα να μην κοπούν οι ρίζες. Ο Στράτος δε γκρικ στην Παρκ Άβενιου, που δεν παίρνει ξενομερίτισσα.

Μέρος Γ΄: φιλολογικές σημειώσεις

Τα ονόματα των ηρώων δεν είναι τυχαία. Την Πέρσα (από το perdere; που σημαίνει «χάνω» στα λατινικά) την χάνει ο Μανόλης, λόγω της επιπολαιότητάς του. Η Ευπραξία είναι μια μητέρα που φροντίζει με αυταπάρνηση τον Δημητράκη, τον γιο της «που δεν μοιάζει με τους άλλους». Βρήκα και ήρωες δίχως ονόματα και θεωρώ ότι και αυτή η επιλογή υπαγορεύεται από κάποιο σκεπτικό. Το όνομα είναι στοιχείο που εξυπηρετεί την επικοινωνία. Άνθρωποι που με τον τρόπο τους ή τη θέλησή τους βγαίνουν από το κοινωνικό γίγνεσθαι δεν μας συστήνονται με τα ονόματά τους από τη συγγραφέα.

Οι συμβολισμοί είναι παρόντες σε όλο το βιβλίο και τούτο ενισχύει την πρώτη σκέψη. Το χρώμα κάτι θέλει να πει. Οι τίτλοι των διηγημάτων πολλές φορές δεν αποτελούν την «ελάχιστη περίληψη του περιεχομένου», όπως συχνά συνηθίζεται, αλλά υπαγορεύονται από κάποια άλλη λογική, πάντα σχετική με το περιεχόμενο του διηγήματος.

Έτσι, η συγγραφέας προτιμά να ονομάσει Ύβρη ένα επί σκηνής ανοσιούργημα· αλλού φαίνεται να παίζει με το όνομα Κερασοχώρι, και το κέρασμα της παρέας στο μοντέρνο καφενείο, στο οποίο μπήκαν ξένες συνήθειες.

Πολλές φορές λέμε και σκεφτόμαστε «αυτά γίνονται μόνο στα παραμύθια». Και λέγοντας «στα παραμύθια» έχουμε κατά νου συνολικά την τέχνη: τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, και τα ίδια τα παραμύθια φυσικά τα οποία αποτελούν μέρος και της λογοτεχνία και της τέχνης. Και η δεύτερη σκέψη που κάνω πάντοτε, όποτε ακούω τη φράση αυτή, είναι ότι η λογοτεχνία απέχει από την πραγματικότητα. Στα Άλικα Κόκκινα δεν υπάρχει τέτοια διάθεση. Η πένα της συγγραφέως δείχνει σε πολλές περιπτώσεις να κινείται από την ιστορία του τόπου, από καταστάσεις της ανθρώπινης καθημερινότητας, αλλά και από την εγχώρια και παγκόσμια επικαιρότητα. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, οι νέες συνήθειες, οι πόλεμοι, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να αλλάξουν την ιστορία αποτυπώνονται στα διηγήματά της, ποτέ όμως γενικά και αόριστα. Πάντα με ονόματα και πρόσωπα.

Τα Άλικα Κόκκινα είναι διηγήματα, ναι. Αλλά συγγενεύουν τόσο πολύ με την ποίηση... Όχι φυσικά στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Η γλώσσα είναι προσεγμένη και φαίνεται ότι κάθε λέξη είναι καλά διαλεγμένη και τοποθετημένη στη θέση της. Πολλές σελίδες τις απόλαυσα διαβάζοντάς τες με τρόπο, ώστε να ακούω. Οι διάλογοι δεν είναι άτακτοι, έχουν ειρμό και λογική, είναι τεχνικά δουλεμένοι. Παρόλη την συνύπαρξη αφηγηματικού και προφορικού- διαλογικού στοιχείου δεν υπάρχουν ποιοτικά σκαμπανεβάσματα. Η συγγραφέας αποδίδει γνήσια και παραστατικά τις σκηνές των διαλόγων και τη γλώσσα τους, δίχως όμως να θυσιάζει τίποτα από την ποιότητα του αφηγηματικού στοιχείου που παρέθετε προηγουμένως.

Όσον αφορά τη γραφή αυτό που με ρούφηξε πραγματικά ­ζητώ συγνώμη δεν βρίσκω άλλη λέξη, πιο εκφραστική για αυτό που θέλω τώρα να πω­ είναι το εξής: Στα διηγήματα, σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει διαπλοκή της περιγραφής του χώρου ή του τοπίου με τις ψυχές. Επίσης, με τέχνη διαπλέκονται αισθήσεις με συναισθήματα. Σε πολλές περιπτώσεις μια αίσθηση μπορεί να χρησιμοποιείται για να θυμίσει μια εποχή ή ένα συναίσθημα, γνώριμο σε όλους μας σχεδόν: ποιος τρώγοντας γλυκό του κουταλιού δεν θυμάται τα παιδικά του χρόνια;

Κάτι που αναφέρεται στην τεχνική αλλά το κράτησα για το τέλος είναι το εξής: στο βιβλίο υπάρχουν απλές και πιο σύνθετες συντακτικές δομές, οι οποίες εναλλάσσονται. Αρχικά δεν αναρωτήθηκα αν η συγγραφέας έχει κάποιο κριτήριο, για να επιλέξει τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Στη δεύτερη φορά που διάβασα το βιβλίο διέκρινα το εξής και θέλω να το αναφέρω: η συγγραφέας δεν το άφησε ούτε αυτό στην τύχη: οι απλές συντακτικές δομές προτιμώνται εκεί που δεν πρέπει να τραβήξουν την προσοχή του αναγνώστη από το περιγραφόμενο ή το αφηγούμενο.

Διαβάζω από το διήγημα Μην το μαρτυρήσεις:

«...η ωραία Απολλωνιάδα, οι μονοκατοικίες της καθόδου και της ανόδου, οι αποθήκες του σταθμού, τα χαλβατζίδικα, τα σκουπάδικα, τα σιδεράδικα. Σπίτια με αυλές, γιασεμιά και τριαντάφυλλα. Στόρια και κουπέκια, πινακίδες και παλιά ονόματα.; "Η ωραία Κωνσταντινούπολη", "το Διεθνές", "Ο Μερακλής", "Η Καππαδοκία", ταβέρνα "Η Πανωραία", "Εδώδιμα αποικιακά"».

Και εκεί είναι που λες ότι η λογοτεχνικότητα τελικά δεν βρίσκεται μέσα στα πολλά, στα περίπλοκα και στα σύνθετα, αλλά και μέσα στα απλά.

Ζούμε σε εποχές με απίστευτες ευκολίες. Βλέπω να γράφονται βιβλία και βιβλία με πάρα πολλές σελίδες, τα οποία τα ανοίγεις και τα διαβάζεις με απίστευτη ταχύτητα. Το βιβλίο Άλικα Κόκκινα, διαβάζεται πολύ ευχάριστα αλλά όχι γρήγορα. Θέλει καφέ ή τσάι, θέλει να το απολαύσετε. Θα το ευχαριστηθείτε σε μικρές δόσεις. Δεν είναι βιβλίο της ταχύτητας. Ο Μίλαν Κούντερα λέει ότι η ταχύτητα είναι ο χρόνος της λήθης. Τα Άλικα Κόκκινα, αντίθετα, είναι βιβλίο που υπολογίζει στη μνήμη. Την περιέχει, την προϋποθέτει και την ενεργοποιεί. Το βιβλίο Άλικα Κόκκινα κομίζει κάτι πολύ φρέσκο στην λογοτεχνία.

Τον επίλογο αυτής της παρουσίασης τον έγραψα και τον έσβησα επανειλημμένα. Τον έσβησα μία περισσότερη φορά από όσες τον έγραψα. Γιατί; Γιατί δεν ήξερα πώς πρέπει να πω με καθωσπρέπει τρόπο ότι το βιβλίο αυτό θα το ευχαριστηθεί ο αναγνώστης. Και μη έχοντας καταλήξει τι να πω θα το εκφράσω όσο πιο απλά μου βγαίνει και καθόλου φιλολογικά:

Διάβασα και ξαναδιάβασα το βιβλίο Άλικα Κόκκινα της Μαρίας Τολούδη. Και έχω να πω ότι κάθε φορά που θα το διαβάζετε ­δεν θα το διαβάσετε μία μόνο φορά­ θα σας αποκαλύπτεται διαφορετικά. Σε κάθε ανάγνωση εντόπιζα κάτι που μου διέφυγε τις προηγούμενες και με έκανε να πιστεύω ότι το διαβάζω «ακόμα μια πρώτη φορά».

Μαρία, το βιβλίο Άλικα Κόκκινα το διάβασα και θα το διαβάζω ξανά και ξανά μέχρι το επόμενό σου! Καλοτάξιδο!

Ευχαριστήρια λόγια της κ. Μαρίας Τολούδη.

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι, Αγαπητές φίλες και Αγαπητοί φίλοι.

Ένα θερμό θερμότατο ευχαριστώ σε εσάς που θυσιάσατε το απόγευμα του Σαββάτου να έρθετε να μας ακούσετε, στους εισηγητές, στην συντονίστρια, κα Λένα Σαμαρά, στην Μαρία Παπαδοπούλου που έδωσε φωνή στο γραπτό, στις κυρίες της Βιβλιοθήκης του Δήμου Αλεξανδρούπολης, Καίτη Μακρή και Κική Τσακαλδήμη, τις κυρίες του συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων Αλεξανδρούπολης, την Πρόεδρο κα Καψιώτη καθώς τα μέλη του ΔΣ, στους χορηγούς, Δέλτα Τηλεόραση, το ζεύγος Κολοκοτρώνη και τον Αντώνη Τελλόπουλο, την Οινοποιία Ρούβαλη, και την Εναλλακτική Οινοποιία, δηλαδή τον κ Κουκουράβα και κ Γόιδα που προσφέρθηκαν πριν καν το ζητήσω. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τους εκδότες Θεόδωρο Κουλεδάκη και Ιωάννη Τσίγκα για το δώρο που μου χάρισαν, τα Άλικα Κόκκινα.

Ο Ιωάννης Τσίγκας σχεδίασε και επιμελήθηκε το βιβλίο. Φοβόμουν ότι περισσότερο θα θέλατε να το κρατάτε και κοιτάτε παρά να το διαβάζετε.

Ο κ. Κώστας Τσίγκας, ιδρυτής του Αlphamedia Group (φωτογραφία Θ.Τσολάκη).

Δεν θα μπορούσα να μην ευχαριστήσω τον κ. Κώστα Τσίγκα, την ψυχή του Αlphamedia Group. Είναι αυτός που πρώτος φιλοξένησε κείμενό μου στο Περιωδικό τους. Στην πραγματικότητα με υιοθέτησαν. Βέβαια χωρίς την βοήθεια των φίλων μου, δεν θα οργανωνόταν η σημερινή εκδήλωση. Στις Ελβίρα Ταταρίδη, Χρύσα Αθανασίου, Σοφίες Χατζησσάβα και Μελισσανίδου, Βάσω Παρασκευοπούλου, Χρυσούλα Τσαβδαρίδου, Ελένη Παπαδοπούλου, Μυρσίνη Οικού, Γιώργο Καραμπεάζη, Γιάννη Φυντανίδη, Θανάση Τσολάκη και Χρήστο Μυρογιάννη ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Χωρίς δε την στήριξη της οικογένειας μου δεν θα έφθανα ποτέ ως εδώ. Η ξαδέλφη μου Σοφούλα Γόιδα, η συννυφάδα μου Στέλλα Ιωαννίδου, τα ανήψια μου Ζήνα και Θανάσης Τολούδη(ς), η αδελφή μου Ζωή Σιδηροπούλου και οι ανηψιές μου Δανάη και Λυδία Κονδύλη. 

Τελευταία μια αγκαλιά ‘ευχαριστώ’ στα κορίτσια μου, Ζηνοβία, Σοφία και την Ασπασία, την εγγονή μου και πνοή μου.

Θέλησα να αναφέρω και να ευχαριστήσω ξεχωριστά τον καθένα γιατί πιστεύω ότι όλα με τους ανθρώπους γίνονται και σ' αυτούς απευθύνονται. Γι αυτούς τους ανθρώπους θέλησα να γράψω, τον τόπο και τους ανθρώπους. Γιατί; Ο τόπος μου και οι άνθρωποι του είναι η ευρύτερη οικογένεια μου.

Ο Κουλοφάκος κάποτε στην Αλεξανδρούπολη είπε ο άνθρωπος είναι ‘κοπαδιάρικο ον’. Υπάρχω σε αυτό τόπο/κοπάδι. Αυτή η ομάδα με καθόρισε, καθορίζει, και σε μία διαδραστική σχέση η δική μου παρουσία την καθορίζει, εδώ, σε αυτήν την πλευρά του κόσμου, όπως και συμβαίνει με τον καθένα από μας. Με έλκει η ομορφιά του με καλεί να απαντήσω το γιατί της ασχήμιας του.

Απο τη παρουσίαση του βιβλίου το Σάββατο. (Φωτογραφίες Θ.Τσολάκη)

Λατρεύω τις ντοπιολαλιές, τα μυστικά που κρύβει το θρόισμα ενός φουστανιού, η ανείπωτη αλλά και η εκφρασμένη βία των εγκλωβισμένων σε επαρχίες ανθρώπων, οι ακούραστες γυναίκες αυτές που συναντώ την Κυριακή το πρωί, που ενώ με το ζόρι στέκονται στα πόδια τους, έβαλαν τα καλά τους τύλιξαν αποβραδίς το μαλλί με μπικουτί και κατευθύνονται για την εκκλησία. Στέκονται μπροστά στην χάρη Της, γονατίζουν προσεύχονται για τους άλλους, αυτούς που αγαπούν και σε αυτούς που αγόγγυστα προσφέρουν. Ναι, μου αρέσουν και τις αγαπώ.

Είναι η μάνα μας, η θεία μας, η γιαγιά μας, η γειτόνισσα. Γι αυτές γράφω, για τις κρυμμένες επιθυμίες τους, για τα πάθη τους. Για το πως υφαίνεται και μπλέκεται η ζωή τους.

Η ζωή θέλει δυο για να προχωρήσει. Αυτόν τον άλλον, τον πατέρα, τον παππού και αδελφό, εραστή και φίλο, αυτόν που πορεύθηκε μαζί και χώρια της, τον φαντάστηκα και μοίρασα στις γραμμές του. Άνδρες της γης, του μόχθου αλλά και των σαλονιών, αγωνιστές ή καλοπερασάκηδες, με αρχές και χωρίς, υποταγμένοι στα στερεότυπα κι αυτοί, όπως και εμείς. Πρίγκιπες και μάστορες στα χέρια και τον λόγο. Είναι αυτοί κι αυτές που μου μίλησε το βλέμμα τους, μου εκμυστηρεύτηκε το κρασί τους, ο θυμός τους, το παράπονο, ο χτύπος της καρδιάς, το τρέμουλο της φωνής, το είδος συναλλαγής τους, το δάκρυ στην άκρη του ματιού, το χαμόγελο κι ο κομπασμός, η ντομπροσύνη κι η υποκρισία, η μεγαλοψυχία κι η μιζέρια. Έτσι είναι η ζωή σε αυτή τη μεριά του κόσμου. Του δικού μου.

Κάποτε κάποιος ξένος που επισκέφθηκε την Αλεξανδρούπολη, δεν γοητεύτηκε απ’ το φάρο, ή τις παραλίες μας, αλλά απ’ τις μπουγάδες που στέγνωναν στις αυλές των σπιτιών, όταν είχε ακόμη μονοκατοικίες. Το θρόισμα τους στο αεράκι και η φρεσκάδα που ανέδιδαν τον συνεπήραν. Απλή εικόνα αλλά τόσο όμορφη που τόσα πολλά να λέει για τους νοικοκυραίους. Άπλωσα κι εγώ την μπουγάδα μου.

Με ρώτησαν τι σηματοδοτεί ο τίτλος. Μα φυσικά την ζωή, με τα μικρά και μεγάλα της, τα ασήμαντα και σημαντικά. Την εγρήγορση αλλά και ραθυμία. Την ηδονή και αποστροφή. Το πάθος Άλικα Κόκκινα είναι ο τίτλος ενός από τα 48 διηγήματα. Εκεί είναι αίμα χυμένο. Άλικο κόκκινο το χρώμα του αίματος.

Όμως το αίμα είναι η ζωή, αυτό που ‘ενώνει’ τα κύτταρα, τα κάνει ζωή, η ‘κόκκινη κλωστή’ όπως λέγεται. Κι όταν χύνεται έρχεται το μαύρο του θανάτου. Δεν θα είχε άλλο χρώμα το πάθος παρα αυτό της ζωής. Αυτή την ζωή θέλησα να κάνω γραμμές, λόγο για μένα, και ίσως για τους αναγνώστες. Πολλοί αναρωτιούνται αν το υλικό είναι βιωματικό. Όπως όλοι γνωρίζετε, υπάρχουμε στο βαθμό που θυμόμαστε.

Η μνήμη είναι προϊόν βιωμάτων. Αυτά που είδαμε, αγγίξαμε, μυρίσαμε, αυτά που πέρασαν από τις αισθήσεις μας, πριν γίνουν συναίσθημα, μνήμη.

Με αυτή την έννοια ναι, η θεματική τους είναι βιωματική. Σαν άνθρωπο μου αρκεί ένα βλέμμα για να προκαλέσει την ιστορία. Οι ιστορίες μου θα ήθελα να έχουν τόσο συμπυκνωμένο λόγο που να γίνουν φωτογραφίες. Θέλω να καταγράψω την στιγμή και πως φτάνεις στην στιγμή. Για να γίνω πιο σαφής. Κοιτώντας τη διάσημη φωτογραφία του Cartier Bresson, του άνδρα που πηδάει πάνω από το στάσιμο βρόχινο νερό, με εμπνέει. Με εμπνέει η στιγμή της αποθανάτισης, όμως την ιστορία γεννάει το πριν και το μετά της.

Αν το πέτυχα, εσείς θα μου το πείτε. Ευχαριστώ !

Γνωριμία με τη Μαρία Τολούδη

Η Μαρία Τολούδη ζει στην Αλεξανδρούπολη, όπου γεννήθηκε το 1953. Υπηρέτησε στο Γραφείο Τύπου της Περιφερειακής Ενότητας Έβρου, στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε τον Αύγουστο του 2013. Μετά το γυμνάσιο, παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας Τέχνης στην Οξφόρδη για δύο χρόνια. Επέστρεψε στην Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και έζησε για πέντε χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Τέλος της δεκαετίας του 70 επέστρεψε στη Αλεξανδρούπολη, και λίγα χρόνια αργότερα προσλήφθηκε ως δημόσιος υπάλληλος στη Νομαρχία Έβρου. Αρχικά εργάστηκε στο τομέα επιμόρφωσης ενηλίκων με θέματα την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, την διασυνοριακότητα, την στήριξη μειονοτικών ομάδων, την προστασία των βιοτόπων του νομού, και την αειφορία γενικότερα. Περίπου την ίδια περίοδο και για 2-3 χρόνια εμφανίστηκε σε εβδομαδιαίο πρόγραμμα στο κρατικό ραδιόφωνο (ΕΡΑ) με θέμα της εκπομπής την τοπική παράδοση και την ισότητα των φύλων.

Σε συναντήσεις της με τους ντόπιους στα χωριά της περιοχής άκουσε συχνά πολλές ιστορίες από το στόμα των ηλικιωμένων για τον παραδοσιακό τρόπο ζωής στα χωριά και τις συνήθειες τους και έθιμα. Οι ιστορίες εκείνες την ενέπνευσαν βαθιά και πήρε αργότερα την απόφαση να τις καταγράψει σαν σύντομα αφηγήματα. Έχει γράψει περίπου εκατό μέχρι στιγμής, με στόχο να περάσει αυτή την κληρονομιά στις νεότερες γενιές. Στο πέρασμα του χρόνου η Μαρία προσκαλείται τακτικά σε εκδηλώσεις παρουσίασης βιβλίων για να εκφράσει τη γνώμη της για τα έργα γνωστών συγγραφέων. Μεταξύ αυτών ήταν η Ρέα Γαλανάκη, Λένα Διβάνη, Δημήτρης Κωνσταντάρας, ο Στέλιος Κούλογλου, Παύλος Μάτεσης, Σεραφείμ Φυντανίδης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Πέτρος Τατσόπουλος, Ευρυδίκη Τρισόν, και άλλοι. Μεταξύ του 1995 και το 2008 συμμετείχε στην διοργάνωση των ετησίων Πανελληνίων Δημοσιογραφικών Συνεδρίων στη Σαμοθράκη.

Από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας δημοσίευσε συχνά αφηγήματά της στο περιοδικό «Περιωδικό της πόλης" (Alpha Media Group). Τέλη του 2011 δημοσίευσε επίσης μερικά από τα έργα της (διηγήματα, χρονικά, ποιήματα), σε μορφή έντυπων και ηλεκτρονικών βιβλίων. Αυτά έγιναν πρόσφατα διαθέσιμα μέσω του Διαδικτύου από δημοφιλή βιβλιοπωλεία (Amazon, Lulu, iBookstore, κλπ ). Το πιο πρόσφατο βιβλίο της 'Άλικα Κόκκινα' δημοσιεύτηκε στο τέλος του 2017 από την Κάπα Εκδοτική. Τα αφηγήματα και ποιήματά της, συχνά με χρήση τοπικής διαλέκτου από τον Έβρο, είναι συναισθηματικά, σε συμπυκνωμένη γραφή, με έμφαση που δημιουργείται από τις συχνές αλληλουχίες ρημάτων, ουσιαστικών ή επιθέτων και με ιδιαίτερο πάθος. Πράγματι, το πάθος και η αναζήτηση 'ψυχής' σε έμβια ή μη είναι βασικά στοιχεία της προσωπικής της φιλοσοφίας.

Τι έγραψαν τα μπλογκ και οι εφημερίδες για την παρουσίαση.

Reportal.gr (του Θ. Τσολάκη)

Νέα Εγνατία (εφημερίδα στη Καβάλα)

Η Γνώμη (εφημερίδα στην Αλεξανδρούπολη)

Φωτογραφίες που δημοσίευσε Η Γνώμη

Report Abuse

If you feel that this video content violates the Adobe Terms of Use, you may report this content by filling out this quick form.

To report a Copyright Violation, please follow Section 17 in the Terms of Use.