Loading

Η Έξοδος του Μεσολογγίου 11 Απριλίου 1826

Το Μεσολόγγι ήταν στρατηγικό σημείο της Επανάστασης του 1821. Στην πόλη πραγματοποιήθηκε η συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας και έγινε έδρα της διοίκησης της που έφερε την ονομασία «Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας».

Το «μολών λαβέ» των Μεσολογγιτών

Η πόλη υπέστη δύο πολιορκίες. Η πρώτη ήταν το 1822 από τον Κιουταχή, τον οποίο συνέδραμε στη συνέχεια ο Ομέρ Βρυώνης. Αμφότεροι απέτυχαν παταγωδώς και εγκατέλειψαν την προσπάθεια δύο μήνες μετά, αφού υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Η δεύτερη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1825 και διήρκησε ένα χρόνο μέχρι την Έξοδο της 11ης Απριλίου.

Τα στρατεύματα του Κιουταχή δεν κατάφεραν να κάμψουν αρχικά την ηρωική αντίσταση των πολιορκημένων. 12.000 ψυχές εκ των οποίων οι 4000 ήταν μαχητές απέκρουσαν με ηρωισμό τις επιθέσεις του τούρκικου στρατού που είχε δύναμη 30.000 ανδρών.

Η πείνα άρχισε να αφήνει τα πρώτα σημάδια της, λόγω της εξάντλησης τροφών. Οι Τούρκοι πρότειναν παράδοση της πόλης δια συνθήκης. Οι πολιορκούμενοι για να επιτύχουν χρόνο, παρέτειναν τις συνεννοήσεις μέχρι τη 10η Ιουνίου 1825 όποτε επτά υδραϊκά πλοία εφοδίασαν την πόλη με τροφές. Οι Τούρκοι προέβαλαν προτάσεις παράδοσης με όρους ευνοϊκούς συνολικά επτά φορές. Αλλά οι Μεσολογγίτες απαντούσαν πάντα σαν Σπαρτιάτες της εποχής εκείνης με το δικό τους «μολών λαβέ». «Τα κλειδιά του Μεσολογγίου είναι στις μπούκες των κανονιών μας κρεμασμένα», έλεγαν στους πολιορκητές.

Ο Ιμπραήμ χλεύασε τον Κιουταχή και ταπεινώθηκε

Την 7η Αυγούστου οι πολιορκημένοι ενισχύθηκαν με την παρουσία του Κίτσου Τζαβέλλα, ο οποίος εισήλθε στη πόλη με σώμα Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες υπεστήριξαν με άφθαστο ηρωισμό το Μεσολόγγι, ενώ ο Σουλτάνος παρατηρώντας την αδυναμία του Κιουταχή να το εκπορθήσει, ζήτησε την ενίσχυση του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1825 ο Ιμπραήμ φθάνει στο Μεσολόγγι με 10000 Αιγυπτίους. Δείχνοντας το φρούριο του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ πασάς χλεύασε τον Κιουταχή, ο οποίος είχε λάβει από τον Σουλτάνο τον τίτλο του «Ρουμελή Βαλεσή» και την εντολή «ή το Μεσολόγγι ή την κεφαλή σου», διότι επί οκτώ μήνες δεν μπόρεσε να πάρει εκείνο τον φράχτη. Τότε ο Ιμπραήμ ανέλαβε μόνος την ευθύνη της επιθέσεως, δήλωσε, ότι εντός 14 ημερών θα καταλάμβανε την πόλη και διάταξε γενικό αποκλεισμό από ξηρά και θάλασσα.

Πλέον οι ημέρες για τους πολιορκημένους ήταν φοβερές. Τα τρόφιμα και τα φάρμακα εξαντλήθηκαν. Ο στόλος δεν ήταν δυνατό να αποβιβάσει τροφές και εξαιτίας της κακής διοικήσεως των κυβερνώντων στο Ναύπλιο, δεν λήφθηκαν τα επιβαλλόμενα μέτρα προς υποστήριξη του μόνου τότε διεξαγόμενου αγώνα για την επικράτηση της Επανάστασης του 1821. Παρ’ όλ’ αυτά οι τόσες λυσσαλέες επιθέσεις και ο κανονιοβολισμός του Ιμπραήμ, δεν μπόρεσαν να εκπορθήσουν την πόλη. Ως εκ τούτου, ο Ιμπραήμ ταπεινώθηκε και υποχρεώθηκε, πριν εκπνεύσουν οι 14 ημέρες, να ζητήσει τη βοήθεια του Κιουταχή, ώστε να προσβάλλουν το Μεσολόγγι ενωμένοι οι δυο στρατοί.

Οι στιγμές που ακολουθούν είναι συγκλονιστικές. Το Μεσολόγγι βιώνει απώλειες. Αυτό που το γονατίζει δεν είναι ο πόλεμος, αλλά η πείνα.

Ο Μάγερ συγκλονίζει στην επιστολή του

Στις 23 Φεβρουαρίου, στο Βασιλάδι σκοτώθηκαν ο αρχηγός Σπυρίδων Πεταλούδης, ο αστυνόμος Σπυρίδων Ραζής, ο Αναστάσιος Παπαλουκάς, Ο Ιταλός πυροβολητής Πασχάλης Γιακουμόζι. Έπειτα στις 28 Φεβρουαρίου έπεσε ο Ντολμάς και τέλος το Αιτωλικό. Την 25η Μαρτίου οι Μεσολογγίτες με τους Κίτσο Τζαβέλλα και Παναγιώτη Σωτηρόπουλο, θαυματούργησαν για μια ακόμη φορά στην μάχη της Κλείσοβας. Αλλά η πείνα και οι ασθένειες είχαν εξαντλήσει τους μαχόμενους και αποδεκατίσει τον πληθυσμό. Κάθε ελπίδα ενισχύσεως από έξω είχε εκλείψει. Ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε ανελλιπώς. Το τυπογραφείο, όπου εκδίδονταν τα «Ελληνικά Χρονικά», καταστράφηκε την 21η Φεβρουαρίου και πολλές άλλες οικίες ερειπώθηκαν. Την κατάσταση της πόλεως εκθέτει σε επιστολή του, ο διευθυντής των «Ελληνικών Χρονικών» Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, προς τον Στάνχωπ λίγο πριν την έξοδο:

«Καταντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην – γράφει ο Μάγιερ – ώστε να τρεφώμεθα από τα πλεόν ακάθαρτα ζώα. Υποφέρομεν φρικτά από πείνα και δίψα. Προσεβλήθημεν από διαφόρους ασθενείας. Χίλιοι επτακόσιοι τεσσαράκοντα από τους αδελφούς μας έχουν ήδη αποθάνει. Περισσότεραι από εκατό χιλιάδας βόμβαι ριφθήσαι από τον εχθρόν, κατέστρεψαν τους προμαχώνας και τα οικήματά μας. Το ψύχος μας βασανίζει ένεκα της παντελούς ελλείψεως ξύλων. Με όλας τας στερήσεις ταύτας είναι αξιοθαύμαστον θέαμα να βλέπη κανείς το θάρρος και υψηλόν φρόνημα της φρουράς μας. Εις ολίγας ημέρας όλοι αυτοί οι γενναίοι θα είναι σκιαί μόνο αγγέλων, μάρτυρες ενώπιον του θρόνου του θεού, της αδιαφορίας του χριστιανικού κόσμου δι’ υπόθεσιν, ήτις ήτο ιδική του. Εξ ονόματος όλων των ανδρείων μας σας αναγγέλω την ενώπιον του Θεού μεθ’ ‘όρκου ληφθείσαν απόφασιν μας να υπερασπίσωμεν σπιθαμίν προς σπιθαμίν το έδαφος του Μεσολογγίου και να συνταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως, παρά να ακούσωμεν πρότασιν τινά περί παραδόσεως. Ζώμεν τας τελευταίας μας στιγμάς. Η ιστορία θέλει να μας δικαιώσει και οι μεταγενέστεροι θα θρηνήσουν την συμφορά μας. Εμέ καθιστά υπερήφανον η σκέψις ότι το αίμα ενός Ελβετού, ενός απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου, μέλλει να συμιχθή με το αίμα των ηρώων της Ελλάδας».

Έσφαζαν άλογα, γαϊδούρα, σκύλους, γάτες, έτρωγαν μέχρι και ποντικούς

Ο Νικόλαος Κασομούλης στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά» (τόμος ‘β σελίδα 240), αυτόπτης μάρτυρας των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου, από τον οποίο πληροφορούμαστε ό,τι έγινε μέσα στο... αλωνάκι γράφει:

«Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα, Βαρβαρήνα ωνομάζετο, ήτις περιέλθαπεν ασθενή και τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφή της, και μυστικά, μαζύ με δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι που το έφαγαν. Ταις ηύρα οπού έτρωγαν· ερώτησα που ηύραν το κρέας και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν ήκουσα ότι ήτο γαϊδούρι. Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και κρυφά και αυτοί τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθητεύθει και τούτο. Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια γαϊδούρια και ακόμη να τα πωλούν μια λίρα την οκά οι ιδιοκτήται των – και που να προφθάσουν : Τρεις ημέρες επέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.

…Ο συνεργάτης του Γ. Μεσθενέα τυπογράφου (Σμυρναίος λόγιος Νικολαϊδης κατά τον Ι. Βλαχογιάννη) καθήμενος εις την οικία μας έσφαξεν και έφαγεν μία γάταν, και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στουρνάρη και εσκότωσεν και άλλη μίαν. Τούτος υπέμνησεν εις τους άλλους να πράξουν, και εις ολίγαις ημέραις γάτα δεν έμεινεν… Αρχίσαμεν, περί τας 15 Μαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης· το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, και το ετρώγαμε με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα, αλλά και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο. Εδόθησαν και εις τους ποντικούς , πλήν ήταν ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν κατά δυστυχίαν. Από την έλλειψιν της θροφής αύξαναν αι ασθένιαι, πονόστομος και αρθρίτις».

Μέσα σε αυτήν την τραγική κατάσταση οι έξοθεν πειρασμοί δεν λείπουν. Από το αντίπαλο στρατόπεδο έρχονται μυρωδιές που τσακίζουν την ψυχολόγια των πολιορκημένων. Οι προκλήσεις από τους Τούρκους στρατιώτες δεν λείπουν. «Γκιαούρ κιοπεκλέρ, σιζίν γεμεγινίζ μπιττιλέρ. Τουφεκλερινιζί μπιρακίν γιόκσα ουλετζέκσινιζ!»*, ακούγεται από τα χαρακώματα των Μωαμεθανών, δηλαδή «άπιστα σκυλιά, τα τρόφιμά σας τελείωσαν. Παρατήστε τα όπλα σας ή θα πεθάνετε».

Μόνη ελπίδα ο Καραϊσκάκης πριν την Έξοδο

Οι αρχηγοί της φρουράς την 6η Απριλίου 1826 συνήλθαν σε σύσκεψη υπό την προεδρία του επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, για να αποφανθούν τι θα πράξουν. Η έξοδος αποφασίστηκε ομοφώνως και γι’ αυτό στάλθηκαν οι αγγελιοφόροι Πάνος Λαδιάς και Κώστας Κανάτας να ειδοποιήσουν τον στρατηγό Καραϊσκάκη, που βρισκόταν στη Δερβέκιστα, να βρίσκεται την νύκτα του Λαζάρου προς την Κυριακή των Βαϊων μαζί με το σώμα που διοικούσε, στη μονή του Αγίου Συμεών, για να τους ενισχύσει κατά τη στιγμή της Εξόδου.

Ο επίσκοπος Ιωσήφ γλιτώνει τα γυναικόπαιδα από σφαγή

Ένας από τους αγγελιοφόρους, ο Κανάτας κατόρθωσε να φτάσει στον Καραϊσκάκη και να επανέλθει κομίζων την πληροφορία, ότι ο στρατηγός θα είναι στη μονή του Αγίου Συμεών τη νύκτα που ορίστηκε, για βοήθεια. Την απάντηση του Καραϊσκάκη άκουσαν στο μέγα πολεμικό συμβούλιο όλοι οι αρχηγοί σωμάτων και οι πρόκριτοι. Τότε ρίχτηκε η ιδέα να σφαχτούν τα γυναικόπαιδα, αλλά ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, με ένα υπέροχο λόγο του («αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, θυσιάστε πρώτο εμένα, και σας αφήνω την κατάρα του Θεού και της Παναγίας και το αίμα των αθώων να πέσει εις τα κεφάλια σας» τους είπε και άρχισε να κλαίει, όπως περιγράφει τη σκηνή ο Κασομούλης), απέτρεψε τη σκέψη αυτή, την οποία υπέδειξε ο ηρωικός πυροβολητής Γουρναράς . Ο Χρήστος Καψάλης δήλωσε, ότι δεν μπορεί να εξέλθει με τις φάλαγγες και θα μείνει πίσω για να βρει τον θάνατο, αφού ανατινάξει το φυσιγγιοδετείο του σπιτιού του, όπου υπήρχε μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας(Μ. Πάλιουρα, 1996).

Η απόφαση της Εξόδου διατυπώθηκε καθ’ υπαγόρευσιν του επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ, σε πρακτικά, με γραμματέα τον Νικόλαο Κασομούλη και υπογράφτηκε από όλους.

Το μνημειώδες αυτό έγγραφο μεταξύ άλλων αναφέρει: «Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος. Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας· εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδα εστερημένους από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι επληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι. Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν, ώστε να δυνηθώμεν να βαστάξωμεν , ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαϊων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια».

Στις πύλες μετά τη θεία μετάληψη

Ο επίσκοπος Ιωσήφ τότε, βοηθούμενος από τον αρχιμανδρίτη Ζαλογγίτη και τους ιερείς Πλατύκα, Βάλβη και Αγλύκαντο, κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια σε όλους τους κατοίκους της πόλης (περίπου 10500) την παραμονή της Εξόδου. Οι ασθενείς, οι τραυματίες και τα γυναικόπαιδα αποχωρίσθηκαν με σκηνές σπαραγμού καρδίας από τους πατέρες, συζύγους και τους αδελφούς τους. Πολλές γυναίκες με ανδρικές στολές μετείχαν στις φάλαγγες, που υπό την ηγεσία των στρατηγών Δημητρίου Μακρή, Κίτσου Τζαβέλλα και Νότη Μπότσαρη εξήλθαν τα μεσάνυκτα από τις γέφυρες που βρίσκονται στα κανονιοστάσια (ντάπιες) Λουνέττα, Ρήγα και Μονταλεμπέργ.

Η αναμενόμενη ενίσχυση στον Άγιο Συμεών δεν φάνηκε, διότι ο Καραϊσκάκης είχε μείνει μόνος στη Δερβέκιστα (σημερινή Ανάληψη), αφού αντικαταστήθηκε εκείνες τις ημέρες από την κυβέρνηση και την αρχιστρατηγία την πήρε ο Κώστας Μπότσαρης. Την στιγμή της Εξόδου, εξαιτίας της προδοσίας ενός Βούλγαρου, που βρισκόταν στη φρουρά και αυτομόλησε στους Τουρκοαιγυπτίους, τα πολιορκητικά στρατεύματα προσέβαλαν τους εξερχόμενους.

Τότε ακούστηκε η φωνή : «Οπίσω, οπίσω στα κανόνια μας!», η οποία επέφερε σοβαρή σύγχυση. Το μεγαλύτερο μέρος με ακάθεκτη ορμή προς τα εμπρός, με κατεύθυνση τον Άγιο Συμεών, αλλά βρήκε μπροστά του και συνεπλάκη με αλβανικό σώμα. Οι άλλοι μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος Ιωσήφ επέστρεψαν στη πόλη όπου έλαβαν χώρα άπειρες ανατινάξεις και σφαγές. Τρομερός κρότος σείει το έδαφος από την ανατίναξη του σπιτιού του Καψάλη. Την άλλη μέρα, όταν όλα καίγονταν από τη φωτιά, το τελευταίο καταφύγιο των λίγων Μεσολογγιτών ήταν, ο Ανεμόμυλος. Και αυτός ανατινάσσεται από τον επίσκοπο Ιωσήφ. Τίποτα δεν έχει μείνει πλέον. Αυτοί που διασώθηκαν από την ηρωική πάλι με τους Αλβανούς δίπλα στον Άγιο Συμεών, έφθασαν στην Δερβέκιστα και από εκεί στερούμενοι τροφών, στην Πλάτανο Ναυπακτίας και στη συνέχεια στον Ισθμό της Κορίνθου, για να φθάσουν στο Ναύπλιο και να συνεχίσουν υπέρ της Ελευθερίας Αγωνιζόμενοι. Στους νεκρούς της Εξόδου συμπεριλαμβάνονται: ο Αθανάσιος Ρατζηκώτσικας (Μ.Πάλιουρα, 1996) , ο Παπαδιαμαντόπουλος, ο Καρπούνης, ο Μάγερ μετά της συζύγου και των τέκνων του, ο Φαράντος, ο Κοκκίνης, ο Παλαμάς, ο Στουρνάρας και οι Γερμανοί φιλέλληνες Μπαίζερ, Κλέμπ, Στσίπαμ, Λύτρεβ, Σπίτσελμπεργκ, ο βαρώνος Μπέντεζελ και πλείστοι άλλοι.

Διαδηλώσεις στην Ευρώπη υπέρ του Μεσολογγίου

Την 12η Απριλίου 1826 η πόλη του Μεσολογγίου τελείως κατεστραμμένη βρίσκεται υπό τουρκική κυριαρχία. Μεγάλος αριθμός αιχμάλωτων γυναικόπαιδων στάλθηκε στην Αίγυπτο, ενώ η Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εξέφρασε τον θαυμασμό της για την αυτοθυσία των κατοίκων του Μεσολογγίου. Στο Παρίσι οι φοιτητές οργάνωσαν διαδήλωση όταν αναγγέλθηκε η πτώση του Μεσολογγίου και υποχρέωσαν τον βασιλιά Κάρολο να εξέλθει στον εξώστη των ανακτόρων του Κεραμεικού και να ζητωκραυγάσει υπέρ των Ελλήνων λέγοντας ότι «με αυτούς θα πάμε στη Κωνσταντινούπολη».

Ο Πάλμερστον στην Αγγλική βουλή των Κοινοτήτων και ο Σατωμπριάν στην Γαλλική Βουλή εξεφώνησαν θαυμάσιους λόγους υπέρ του Μεσολογγίου και τα φιλελληνικά κηρύγματα του Νείμπουρ και του Θειρσίου, εμπνευσμένα από την τραγωδία του Μεσολογγίου, συνάρπασαν τον γερμανικό λαό υπέρ της Ελλάδος και διεξήχθησαν έρανοι σε όλη την Γερμανία υπέρ του ελληνικού αγώνα. Ο βασιλεύς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος κατέθεσε μεγάλο μέρος από το ιδιωτικό ταμείο του για την εξαγορά των αιχμάλωτων γυναικόπαιδων του Μεσολογγίου και διέταξε να σταματήσουν οι προς τιμήν του εορτές και φωταψίες.

Επιπλέον αυτά τα χρήματα θα μοιράζονταν εξίσου στους πτωχούς της πόλεως και υπέρ των θυμάτων του Μεσολογγίου. Ο Ελβετός Εϋνάρδος ενίσχυσε αμέσως την Ελλάδα και απηύθυνε έκκληση προς τον κόσμο για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Ο Λαφίζ και ο Σαιν Ιλαίρ φάνηκαν στην γαλλική βουλή ως υπέρμαχοι των δικαίων της Ελλάδος με αφορμή το Μεσολόγγι και ο σοφός Γερμανός Βόσσιος προσέφερε όλη τη περιουσία του στα θύματα.

Η θυσία των Μεσολογγιτών δεν πήγε χαμένη, αφού αναθέρμανε το φιλελληνικό κίνημα στο εξωτερικό και επιτάχυνε τις διαδικασίες για επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (οι οποίες στην ουσία έγιναν στη συνέχεια δυνάστες στη θέση του δυνάστη, αυτό όμως δεν είναι το αντικείμενο συζήτησης του συγκεκριμένου θέματος) για την τελική λύση του ελληνικού ζητήματος.

Ο εθνικός ποιητής γράφει...

To Μεσολόγγι απασχόλησε έντονα τον Διονύσιο Σολωμό. Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αποτελούν έργο ζωής του εθνικού μας ποιητή, το οποίο το άφησε ανολοκλήρωτο. Ο Σολωμός μετέφερε την έμπνευσή του σε τρία σχεδιάσματα, τα οποία έχουν διαφορετικό μέτρο μεταξύ τους, αλλά διαπραγματεύονται τα ίδια θέματα, δηλαδή την πολιορκία και τις συνέπειές της στον ψυχισμό των Επαναστατών. Βασικό κείμενο για την κατανόηση του σολωμικού έργου είναι τα «Προλεγόμενα» του Ιάκωβου Πολυλά, ο οποίος μιλώντας ειδικά για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους λέει, ότι η ηθική ελευθερία είναι το ισχυρότερο καταφύγιο της ανθρώπινης ψυχής, που πολιορκείται από τη φυσική βία. Ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί την αυτονομία του απέναντι στις φυσικές δυνάμεις, οδηγείται στη δράση και από τη σύγκρουση αυτή γεννιούνται οι υψηλές πράξεις.

Ο Σολωμός επιβάλλει την ποιητική δικαιοσύνη και ομολογεί σε όλο τον κόσμο, ότι δεν υπάρχει ενδοξότερος τόπος από το Μεσολόγγι. Ο αγώνας του είναι δίκαιος, καθαρός και άνισος. Πολεμούν οι πολλοί με τους λίγους, οι οπλισμένοι με τους άοπλους, οι χορτάτοι με τους νηστικούς και εξαθλιωμένους, οι δυνατοί με τους αδύνατους. Η θέση του ποιητή είναι με τους αδύναμους όχι γιατί είναι αδέρφια του Έλληνες, αλλά γιατί παλεύουν για την ελευθερία. Έτσι η μάχη γίνεται αγώνας του άδικου με το δίκαιο, της σκλαβιάς με την ελευθερία, του σκοταδιού με το φως.

Γνωστότερο από τα σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι το δεύτερο, η πρώτη στροφή του οποίου μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο και ερμηνεύτηκε με μοναδικό τρόπο από τον Νίκο Ξυλούρη.

Το Σχεδίασμα αρχίζει με τη σιωπή, την ερημιά. Μια σιωπή «άκρα», απόλυτη, νεκρική , «του τάφου», βασιλεύει στον κάμπο του Μεσολογγίου. Ένα πουλί κελαηδάει και πετώντας βρίσκει κάποιο σπόρο να φάει, αλλά η μάνα η δύσμοιρη δεν έχει ούτε ένα μικρό σποράκι για να δώσει στο παιδί της που πεινάει. Γι’ αυτό ζηλεύει το πετούμενο. Από την πείνα έχουν μαυρίσει τα μάτια των επαναστατών. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, το πιο πολύτιμο αγαθό του ανθρώπου. Η μάνα μνέει στα μάτια, ορκίζεται (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ομνύω). Αυτός είναι όρκος βαρύς. «Ορκίζομαι στα μάτια του παιδιού μου» ή «ορκίζομαι στο φως μου», λένε κάποιες άλλες γνωστές εκφράσεις.

Στο Μεσολόγγι είχαν κλειστεί και 1000 με 2000 Σουλιώτες και ήταν ξακουστοί για την ανδρεία τους. Ο αγωνιστής στέκεται παράμερα και κλαίει. Αλλά δεν κλαίει από δειλία, αλλά από περηφάνια. Και τι λέει στην αρβανίτικη διάλεκτο που μιλούσαν οι Σουλιωτες;

«Τουφέκ ι έρετ, ψε σε καμ ν' ντορ; μ' μπέρε τ' ρέντ, έδε Αγαρηνό ε ντί ** - Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ' έχω 'γω στο χέρι; Οπού συ μου 'γινες βαρύ και ο Αγαρηνός το ξέρει».

Ο Σουλιώτης μιλάει στο τουφέκι του και του εκφράζει την αδυναμία του. Η πείνα και η εξάντληση τον έχουν θερίσει, οπότε το ντουφέκι είναι βαρύ και άχρηστο στο χέρι του. Άραγε πόσοι πολεμιστές έκαναν την ίδια σκέψη σε τούτη τη δύσκολη στιγμή;

Ο Σολωμός με ελάχιστα μέσα ζωγραφίζει ολόκληρη την κατάσταση που επικρατεί στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Την ερημιά και την απελπισία την αποδίδει με την «άκρα σιωπή», ενώ η γενική «του τάφου», που μπαίνει ανάμεσα στο επίθετο (άκρα) και στο ουσιαστικό (σιωπή), εκτός από το υπερβατό σχήμα, που δημιουργεί στη σύνταξη, δημιουργεί συγχρόνως και μια δυνατή μεταφορά, με την οποία γίνεται ακόμα πιο παραστατική η εικόνα της ερήμωσης και του θανάτου.

Η πείνα αποδίδεται έμμεσα με την εικόνα του πουλιού και της μάνας και άμεσα με τα μαυρισμένα μάτια των αγωνιστών. Η εξάντληση και η απόγνωση παρασταίνονται με την εικόνα του Σουλιώτη, με το παράπονο και το κλάμα του, καθώς και με τα λόγια που λέει στο ντουφέκι του. Ο Σουλιώτης χαρακτηρίζεται με το επίθετο «καλός». Το επίθετο αυτό έχει την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, δηλαδή ο άνδρας με αρετές, ο ανδρείος: «Καλός κ’αγαθός ανήρ». Το ντουφέκι μετατρέπεται σε ένα είδος δεύτερου προσώπου και ο μονόλογος του Σουλιώτη απευθύνεται κάπου, δημιουργείται διάλογος και με τον τρόπο αυτό η εικόνα ζωντανεύει ακόμη περισσότερο και η κατάσταση «δραματοποιείται» όχι μόνο με την ουσιαστική αλλά και με τη θεατρική σημασία του όρου. Για τον νεώτερο Έλληνα ο τραγικός διάλογος αποτελεί το επίκεντρο της πολιτισμικής του ταυτότητας.

Στο Μεσολόγγι η φύση γίνεται «πειρασμός» και καλεί τους πολιορκημένους για ζωή, να ξεχάσουν το χρέος τους προς τη πατρίδα και την ελευθερία και να παραδοθούν. Αυτή την ομορφιά της φύσης την άνοιξη, αυτόν το πειρασμό αποδίδει ποιητικά ο Σολωμός με θαυμάσιες εικόνες και στα τρία Σχεδιάσματα. Το νόημα από όλη αυτή την ομορφιά διατυπώνεται σε δύο άλλους στίχους του δεύτερου Σχεδιάσματος: «όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει» . Ο θάνατος σε τέτοια εποχή με τόσο φανερό το φυσικό κάλλος, πολλαπλασιάζεται, αποκτά μεγαλύτερη αξία. Γιατί οι Επαναστάτες λησμονώντας τις χαρές της εποχής κερδίζουν την ηθική ολοκλήρωση και τη δόξα.

Σε ανάμνηση της Εξόδου του 1826 οι Μεσολογγίτες, δημιούργησαν τον Κήπο των Ηρώων, ο οποίος βρίσκεται στην είσοδο της πόλης μετά την Πύλη. Στο χώρο αυτό έθαβαν τους νεκρούς τους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αφού το νεκροταφείο ήταν αποκλεισμένο.

* Απόδοση στα τουρκικά, Κωνσταντίνα Δάμα, καθηγήτρια τουρκικής γλώσσας

** Απόδοση στα αρβανίτικα, Χρήστος Μαντάς, αντιπρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Νέας Ιωνίας, «Μνήμες Παράδοσης»

- Η ανάλυση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» προέρχεται από σχετική εργασία για το μάθημα «Εισαγωγή στη Λογοτεχνία» στο τμήμα Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.

Created By
Χρήστος Κωνσταντινίδης
Appreciate

Report Abuse

If you feel that this video content violates the Adobe Terms of Use, you may report this content by filling out this quick form.

To report a copyright violation, please follow the DMCA section in the Terms of Use.